νᾶας

Revision as of 00:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

Dor. acc. pl. of ναῦς (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

νᾶας: Δωρ. αἰτ. πληθ. τοῦ ναῦς, Θεόκρ. 7. 152., 22. 17.

Greek Monolingual

νάας και νάς, ὁ (Α)
φίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. εβρ. προέλευσης].

Greek Monotonic

νᾶας: Δωρ. αιτ. πληθ. του ναῦς.

Russian (Dvoretsky)

νᾶας: дор. acc. pl. к ναῦς.