νυκτίδρομος

Revision as of 00:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui accomplit sa course la nuit.
Étymologie: νύξ, δραμεῖν.

Greek Monolingual

ο
ζωολ. γένος αιγοθηλόμορφων πτηνών της οικογένειας caprimulgidae.

Russian (Dvoretsky)

νυκτίδρομος: совершающий ночной бег (Eur. - v. l. к νυκτίβρομος).