νυκτίδρομος

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui accomplit sa course la nuit.
Étymologie: νύξ, δραμεῖν.

Greek Monolingual

ο
ζωολ. γένος αιγοθηλόμορφων πτηνών της οικογένειας caprimulgidae.

Russian (Dvoretsky)

νυκτίδρομος: совершающий ночной бег (Eur. - v. l. к νυκτίβρομος).