οἰνάρεον

Revision as of 00:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Greek (Liddell-Scott)

οἰνάρεον: τό, ποιητ. ἀντὶ οἴνᾰρον, φύλλον ἀμπέλου, Θεόκρ. 7. 134.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. οἴναρον.
Étymologie: οἰνάρεος.

Greek Monotonic

οἰνάρεον: τό, ποιητ. αντί οἴνᾰρον, αμπελόφυλλο, κληματόφυλλο, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

οἰνάρεον: (ᾰ) τό Theocr. = οἴναρον.