αμπελόφυλλο

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

το (Α ἀμπελόφυλλον)
το φύλλο της αμπέλου, κληματόφυλλο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμπελος + φύλλον.