A v. ξυνήων.
[Seite 282] ῶνος, ὁ, = ξυνήων, Soph. frg. 916.
ξυνών: -ῶνος, κοινωνός, Σοφ. Ἀποσπ. 916. ἴδε ξυνύων.
ξυνών, -ῶνος, ὁ (Α)(αττ. τ.) βλ. ξυνήων.
ξῡνών: ῶνος adj. m Soph. = ξυνήων.