ξυνήων

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῡνήων Medium diacritics: ξυνήων Low diacritics: ξυνήων Capitals: ΞΥΝΗΩΝ
Transliteration A: xynḗōn Transliteration B: xynēōn Transliteration C: ksynion Beta Code: cunh/wn

English (LSJ)

-ονος, ὁ, Dor. ξυνάων [ᾱ], ξυνάν; Ion.ξυνέων; Att. ξυνών:—
A joint-owner, partner, c. gen., κακῶν ἔργων Hes.Th.595; ἔργων ἀργαλέων ib.601; ἑλκέων ξυνάονες, i.e. afflicted by sores, Pi.P.3.48: abs., ξυνάν friend, Id.N.5.27; ξυνών S.Fr.1074; παρθένου σέβας ἤμειψα, παίδων δ' ἐζύγην ξυνάονι prob. in A.Fr.99.6; δυσὶν ζευχθεῖσα φίλοις ξυνάοσι τέκνων, i.e. having married two husbands, Epigr.Gr.241a3 (Smyrna).
II as adjective, ἅλα ξυνέωνα the salt on the common table, Alex.Aet.3.15.

German (Pape)

[Seite 282] ονος, ὁ, = κοινωνός, der Etwas mit Anderen gemeinschaftlich hat, Teilnehmer, Genoß; κακῶν, ἀργαλέων ἔργων, Hes. Th. 595. 601; einzeln bei sp. D., wie Christod. ecphr. 207. Vgl. ξυνάν u. ξυνάων, die dorischen Formen.

French (Bailly abrégé)

ήονος;
adj. m.
qui a en commun, qui participe à, qui partage, gén..
Étymologie: ξύν.

Russian (Dvoretsky)

ξῡνήων: ήονος, дор. ξῡνάων и стяж. ξυνάν, ᾶνος adj. m совместно участвующий, сопричастный, разделяющий (κακῶν ἔργων Hes.; ἑλκέων Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ξῡνήων: -ονος, ὁ· Δωρ. ξυνάων [ᾱ], ξυνάν· Ἰων. ξυνέων, Ἀττ. ξυνών, παρ’ Ἡσυχ. ξυνήν· (ξυνός)· ― ὁ κατέχων τι ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλων, σύντροφος, μέτοχος, ὡς τὸ κοινὼν ἀντὶ κοινωνός, μετὰ γεν., κακῶν ἔργων Ἡσ. Θεογ. 595, 601· ξυνάονες ἑλκέων, δηλ. πάσχοντες ἐξ ἑλκῶν, Πινδ. Π. 3. 84· ― ἀπολ., ξυνάν, φίλος (πρβλ. μεγιστᾶνες, νεᾶνες), ὁ αὐτ. ἐν Ν. 5. 50· ξυνὼν Σοφ. Ἀποσπ. 916. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ἅλα ξυνέωνα, τὸ ἐπὶ τῆς κοινῆς τραπέζης ἅλας, σύμβολον τῆς ξενίας, Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρὰ Παρθεν. 14. 15 [[[ἔνθα]] ξῡνέωνα εἶναι τρισύλλ., ἢ γραπτέον ξῡνῶνα], Valck. Adon. 229A. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 219.

Greek Monolingual

ξυνήων, -ονος, δωρ. τ. ξυνάων και ξυνάν, ιων. τ. ξυνέων, αττ. τ. ξυνών, ὁ (Α)
1. αυτός που κατέχει κάτι από κοινού με άλλους, κοινωνός, μέτοχος («κηφῆνας βόσκουσι, κακῶν ξυνήοντας ἔργων». Ησίοδ.)
2. (στους τ. ξυνάν και ξυνών) φίλος
3. φρ. α) «ἑλκέων ξυνάονες» — άτομα που πάσχουν από την ίδια ασθένεια, τών ελκών
β) ως επίθ. «ἅλα ξυνέωνα» — το αλάτι που τοποθετούσαν στο κοινό τραπέζι, σύμβολο της φιλοξενίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνός + κατάλ. -ήων / -ᾱων / -έων / -ών (για τις μορφές της κατάλ. βλ. λ. κοιν-εών)].

Greek Monotonic

ξῡνήων: -ονος, ὁ, Δωρ. ξυνάων[ᾱ], ξυνάν (ξυνόςσυνιδιοκτήτης, μέτοχος, συμμέτοχος, συνέταιρος σε κάτι· με γεν., σε Ησίοδ.· ξυνάονες ἑλκέων, δηλ. ταλαιπωρημένοι, αυτοί που πάσχουν από έλκη, πληγές, σε Πίνδ.· απόλ., ξυνάν, φίλος, στον ίδ.

Middle Liddell

ξῡνήων, ονος, ὁ, ξυνός
a joint-owner, partner in a thing, c. gen., Hes.; ξυνάονες ἑλκέων, I. e. afflicted by sores, Pind.:—absol., ξυνάν a friend, Pind.