ὄκλασις

Revision as of 00:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A crouching with bent hams, squatting, Hp.Art.82, Luc.Salt.41.

German (Pape)

[Seite 315] ἡ, das mit gebogenen Knieen Niedersitzen auf die Fersen; Erotian. u. Hippocr.; βοός, Luc. salt. 41, das Biegen der Kniee.

Greek (Liddell-Scott)

ὄκλᾰσις: ἡ, (ὀκλάζω) τὸ ὀκλάζειν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839, Λουκ. π. Ὀρχ. 41· - οὕτως ὄκλασμα, τό, ἦτο Περσική τις ὄρχησις, καθ’ ἣν ὁ ὀρχούμενος ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἔπιπτεν εἰς τὰ γόνατα, «ἔκαμνε κάτσαις», Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 321.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de s’accroupir, de replier ses genoux.
Étymologie: ὀκλάζω.

Russian (Dvoretsky)

ὄκλασις: εως ἡ сидение на корточках: βοὸς ὄ. Luc. прилегший вол.