[Seite 331] τό, = ὅμηρος, w. m. s.
ὅμηρον: τό, ἴδε ἐν λ. ὅμηρος ΙΙ.
ου (τό) :gage, otage d’ord. au pl.Étymologie: ὅμηρος¹.
ὅμηρον: τό (преимущ. pl.) залог, поручительство или заложник Lys., Polyb., Plut.