ὀξέως

Revision as of 01:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Greek (Liddell-Scott)

ὀξέως: Ἐπίρρ. ἴδε ὀξὺς V.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 avec finesse ou acuité (voir, comprendre, etc.);
2 rapidement;
Cp. ὀξυτέρως, Sp. ὀξύτατα.
Étymologie: ὀξύς.

Greek Monotonic

ὀξέως: επίρρ. του ὀξύς.

Russian (Dvoretsky)

ὀξέως: 1) быстро, скоро (τὰ παραγγελλόμενα δέχεσθαι Thuc.);
2) зорко (ὁρᾶν Plut.);
3) чутко, тонко (αἰσθάνεσθαι Plat.).