ὀξύς
τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
English (LSJ)
ὀξύδος, ἡ,
A wood sorrel, Oxalis acetosella, Plin.HN27.112.
2 = ὀξύσχοινος, great sea-rush, Juncus acutus, ib.21.113.
3 = ὀξαλίς, sorrel, Rumex acetosa, Gal.11.667.
ὀξύς, ὀξεῖα, ὀξύ, Ion. fem.
A ὀξέα Hdt.9.23, al., v.l. in Hp.Mul.1.64, al. (in codd. freq. ὀξέη, and so Babr.73.1 metri gr.): ὀξεῖα, poet. for neut. pl. ὀξέα, Hes.Sc.348:—sharp, keen, whether of a point or an edge, in Hom. and Hes. mostly of weapons or anything made of metal, ἄκων Il.10.335, al.; ἄορ 21.173, Hes.Sc.457; βέλος Il.4.185, etc.; also of non-metallic substances, λᾶας 16.739; μοχλός Od.9.382; σκόλοπες Il. 12.56,64; ὀξεῖα κορυφή, of a mountain-peak, Od.12.74; so πάγοι ὀξέες 5.411; λίθος ὀξὺς πεποιημένος sharpened so as to serve as a knife, Hdt. 7.69, cf. 3.8; κυρβασίας ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας brought to a point, Id.7.64; ὄρεα ἐς ὀ. τὰς κορυφὰς ἀ. Id.2.28; τὸ ὀ. the apex of a triangle, ib.16; of the heart, Arist.Resp.478b5; τὸ ὀ. τοῦ ᾠοῦ Id.GA752b8; ὀ. γωνία an acute angle, Id.Top.107a16, al., Euc.1 Def.12, Archim. Spir.16; Χρόνος ὀξὺς ὀδόντας Simon.176; ἡ ὀξεῖα, name of a surgical instrument, Hermes 38.282, Heliod. ap. Orib.44.23.59; but also, a pointed splinter of bone, ib.46.20.5.
II in reference to the senses,
1 of feeling, sharp, keen, ὀδύναι Il.11.268; ὀ. ἠέλιος the piercing sun, h.Ap.374; ὀξειᾶν ἀκτίνων πατήρ, i.e. the Sun, Pi.O.7.70; Σείριος ὀξὺς ἐλλάμπων Archil.61; πῦρ ὀ. Anaxipp.1.12; so χιὼν ὀξεῖα Pi.P.1.20; so also of grief and the like, ἄχος Il.19.125; μελεδῶναι Od.19.517: and generally, sharp, severe, μάχη ὀξέα.. γίνεται keenly contested, Hdt.9.23; ὀ. πυρετός Hp.VM16 (Sup.); [ἡ νόσος] ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ' ἀπέρχεται S.Ph.808; νόσοι, μανίαι, Pi.O.8.85, N.11.48 (Comp.), cf. Hp.Acut.tit., Archig. ap. Gal.9.887; πάθαι Pi.P.3.97; ἐπιμομφά Id.O.10(11).9, etc.
2 of the sight, ὀξύτατον ὄμμα Id.N.10.62; ὄψις.. ὀξυτάτη τῶν διὰ τοῦ σώματος.. αἰσθήσεων Pl.Phdr. 250d: freq. in neut. as adverb, ὀξύτατον δέρκεσθαι = to be keenest of sight, Il.17.675; ὀξύτατα καθορᾶν Pl.R. 516c; so ὀξὺ νοεῖν = notice a thing sharply, Il.3.374; ὀξὺ προϊδεῖν Od.5.393; ὀξύτερον βλέπει Ar.Pl.1048, Lys.1202 (lyr.): prov., ὀξύτερον τοῦ Λυγκέως βλέπειν = have a sharper eyesight than Lynceus, have a really sharp eyesight Id.Pl.210, cf. Macar.Prov.6.41; also ὀξὺ ἄκουσεν heard with sharp ear, Il.17.256, cf. Pl.Lg.927b; ὀξεῖαν ἀκοὴν.. λόγοις διδούς keen attention, S.El. 30.
b of things that affect the sight, dazzling, bright, αὐγὴ Ἠελίου Il.17.372; [Ἠελίου] ὀξύτατον πέλεται φάος εἰσοράασθαι 14.345: hence of colours, Ar.Pax1173 (v. φοινικίς 2); αἱ ὀξεῖαι χροιαί Arist. Phgn.806b4; πορφύρα Plu.Cat.Mi.6, PHolm.20.36; [ἐσθὴς] ὀξυτέρα καὶ τηλαυγεστέρα Ael.NA4.46.
3 of sound, shrill, piercing, ἀϋτή Il.15.313; ὀξὺ βοήσας 17.89; ὀξὺ δὲ κωκύσασα 18.71; ὀξὺ λεληκώς 22.141; ὀξέα κεκληγώς 17.88, etc.; of whinnying horses, ὀξεῖα χρέμισαν Hes.Sc.348; of young pigs, ὀξὺ κεκράγατε Ar.Ach.804; of the scream of birds of prey, ὀξέα κλάζων S.Ant.112 (anap.); of metals, ἰάχεσκε σάκος ὀξέα καὶ λιγέως Hes.Sc.233; also of the wail of the nightingale (cf. ὀξύφωνος), ὄρνιθος ὀ. φθόγγον S.Ant.424; so ἐπηλάλαξαν τὸν ὀ. νόμον shrieked their shrill song, A.Th.952 (lyr.); ὀξὺ μέλος, of the grasshopper, Ar.Av.1095 (lyr.).
b of musical tones, in a technical sense, high-pitched,opp. βαρύς, φθόγγοι Pl.Ti.80a, X. Cyn.6.20; ὀξυτάτη χορδή Pl.Phdr.268d; φωνὴ ὀξεῖα, βαρεῖα, μέση Arist.Rh.1403b29; τῷ ὀξεῖ ἐν φωνῇ μὲν ἐναντίον τὸ βαρύ, ἐν ὄγκῳ δὲ τὸ ἀμβλύ Id.Top.106a13.
c in Music, δι' ὀξειῶν (Dor. -ᾶν) interval of a fifth, Philol.6, Arist.Pr.920a24.
d ἡ ὀξεῖα (sc. προσῳδία) the acute accent, D.T.630.1, A.D.Pron.35.10, al.; τὸν τόνον φυλάσσειν ὀ. ib.60.1; ὀξεῖα συλλαβή Pl.Cra.399b; ὀ. στοιχεῖον S.E.M.1.113.
4 of taste, sharp, pungent, acid, φακῆ X.Cyr.6.2.31; ὄξος Diph.18.1; οἶνος Alex. 141.12; ἐξ ὀξέος καὶ ἁλμυροῦ ξυνθεὶς ζύμωμα Pl.Ti.74c.
5 of smell, Arist.de An.421a30; ὀξύτατον ὄζειν τινός Ar.Ach.193.
III metaph., of the inner sense, sharp, keen, hasty, esp. quick to anger, passionate, epithet of Ares, Il.2.440,al.; μένος ὀξύ h.Hom.8.14; καρδίη ὀξυτέρη Thgn.366; θυμὸς ὀ. S.OC1193; νέος καὶ ὀ. Pl.Grg. 463e; οἱ ἀκρόχολοι ὀξεῖς Arist.EN1126a18: so in ὀξύθυμος, ὀξυκάρδιος, ὀξύχολος.
2 sharp, quick, δεινοὶ καὶ ὀξεῖς Pl.Ap.39b: c. inf., ἐπινοῆσαι ὀ. Th.1.70; γνῶναι.. ὀξύτατοι τὰ ῥηθέντα D.3.15; also εἰς πάντα τὰ μαθήματα ὀξεῖς Pl.R. 526b; τὰς ἐνθυμήσεις ὀξύς Luc.Salt. 81.
IV of motion, quick, swift, post-Hom., ὀξυτάτους ἵππους Hdt. 5.9 (v.l. ὠκυτάτους); ἱερακίσκος Ar.Av.1112; ὀξυτέρῳ χαλινῷ S.Ant. 108 (lyr.); of a report, ὀξεῖα βάξις διῆλθ' Ἀχαιούς Id.Aj.998; ὀξεῖαν ἐκβάλλει ῥοήν, of a dying man, Id.Ant.1238, cf. A.Ag.1389; of a flame, fierce, Thphr. HP 5.9.3; ᾄξας ὀξὺς νότος ὥς S.Aj.258 (anap.); τὸ εὔψυχον.. ὀξεῖς ἐνδείκνυνται are quick in displaying, Th.4.126; opp. βραδύς, Id.8.96; opp. ῥάθυμος, Arist.EE1240a2; opp. ἡσύχιος, Id.EN1116a9; ὀ. παράγγελμα Onos.10.2; ὀ. καιρός an urgent crisis, Id.6.1, al.; ὁ ὀ. δρόμος the express post, POxy.900.7 (iv A. D.), 2115.6 (iv A. D.); ὀξεῖς οἱ πόδες αὐτῶν ἐκχέαι αἷμα Ep.Rom.3.15: especially in Adv. (v. infr.).
V regul. Adv. ὀξέως = quickly, soon, βοηθεῖν, μεταχειρίσαι, Th.6.10,12, etc.; sharply, ὁρᾶν, αἰσθάνεσθαι, Pl.R. 567b, Phdr. 263c; poet. ὀξείως Epigr.Gr.986.3 (Philae): Comp. ὀξυτέρως Hp. Epid.3.17.β'; ὀξυτέρως ἀποθνῄσκειν ib.1.2; but,
2 neut. ὀξύ and pl. ὀξέα as adverb, v. supr. 11.2,3: Comp. ὀξύτερον Th.2.8, Pl.Tht. 190a: Sup. ὀξύτατον Il.17.675, Pl.Lg.741d; or ὀξύτατα Id.R.401e, al. (Cf. ὀξίνα, ὄκρις.)
German (Pape)
[Seite 354] εῖα, ύ, (mit ὠκύς verwandt, anch vielleicht mit ἀκή, vgl. Buttm. Lexil. I, 243. II, 67 ff.), scharf, spitz; bes. zunächst von schneidenden Werkzeugen, Waffen; πέλεκυς, Il. 17, 250 u. öfter; ἄκων, 21, 590; δόρυ, φάσγανον, ξίφος, ἄορ, βέλος u. ä., Il. oft; ὄγκοι, 4, 214; βέλη, Pind. P. 4, 213; ὄνυχες λεόντων, N. 4, 63; σκόλοπες, Il. 12, 56. 64; auch λᾶας, 447; πάγοι, Od. 5, 411; μοχλὸν ὀξὺν ἐπ' ἄκρῳ, 9, 382; κορυφή, Berggipfel, 12, 74; σίδηρος, Eur. Suppl. 590; φάσγανον, I. A. 1566. – Dah. Alles, was auf die Sinne einen schneidenden, stechenden Eindruck macht, empfindlich ist; – a) vom Gefühl; ἠέλιος, die stechende, scharfbrennende Sonne, H. h. Apoll. 374; Hes. O. 416; ὀξειᾶν ἀκτίνων, Pind. Ol. 7, 70, vgl. 3, 25; auch χιόνος ὀξείας, P. 1, 20; sp. D., ἥλιος, Callim. 3 (XII, 71); auch Σείριος, Archil. 42; übh. schmerzhaft, ἄχος, Il. 19, 125 Od. 11, 208; ὀδύναι, Il. 11, 268. 272; μελεδῶναι, Od. 17, 517; νόσοι, μανίαι, Pind. Ol. 8, 85 N. 11, 48; u. geistig, ὀξεῖαν ἐπιμομφάν, Ol. 11, 9, u. so bes. noch sp. D. – b) vom Gehör, scharftönend, durchdringend, von gellenden, schmetternden Tönen; ἀυτή, Il. 15, 313; u. so ὀξὺ βοήσας, 17, 89, κελεύων, 20, 52, κωκύειν, 18, 71, λεληκώς, 22, 141, κεκληγώς u. ä.; auch ὀξὺ δ' ἄκουσεν, scharf hören, 17, 256; so bei Hes. von Rossen, ὀξεῖα χρέμισαν, Sc. 348; ὀξέα καὶ λιγέως ἰάχεσ κε σάκος, 233; χάλκεον ὀξὺ βοᾶν, 243; ἐπηλάλαξαν τὸν ὀξὺν νόμον, Aesch. Spt. 936, vgl. Pers. 1015; ἀκούειν, Suppl. 884; όξὺ βοῆς ἀκοῦσαν Ἄργος, Eur. Or. 1530; πικρᾶς ὄρνιθος ὀξὺν φθόγγον, Soph. Ant. 420, vgl. El. 727; ἀψόφητος ὀξέων κωκυμάτων, Ai. 314; ὀξέα κλάζων αἰετός, Ant. 112; auch ὀξεῖαν ἀκοὴν τοῖς ἐμοῖς λόγοις διδούς, El. 30; ἔστι τι όξὺ ἐν φωνῇ, Plat. Prot. 332 c; φθόγγος, im Gegensatz von βαρύς, hoher Ton, Tim. 80 a; öfter auch χορδὴ ὀξυτάτη, Phaedr. 268 d; Sp., ὀξὺ μέλπειν Anacr. 53, 3, ὀξύτατα συρίξομαι, Luc. Nigr. 10. – c) vom Gesicht, blendend, hell; αὐγὴ Ἠελίοιο, Il. 17, 372; φάος, 14, 345; u. activisch, scharf sehend, ὀξὺ μάλα προϊδών, Od. 5, 393; ὀξύτατον δέρκεσθαι, Il. 17, 675. 23, 477 H. h. 18, 14, öfter; ὀξὺ νόησε (vgl. νοέω), Hom., Hes. Th. 838; ὀξεῖ' Ἐρινὺς ἰδοῖσα, Pind. Ol. 2, 45; ὀξύτατον ὄμμα, N. 10, 62. Sprichwörtlich ὀξύτερον Λυγκέως βλέπει, von scharfem Gesicht, Paroem. App. 4, 30; auch ὀξύτερον οἱ γείτονες βλέπουσι τῶν ἀλωπέκων, ibd. 31; vgl. Ar. Lys. 1202 Plut. 310; ὀξὺ βλέπειν, Plat. Conv. 219 a u. öfter; ὀξύτερος ὀφθαλμός, Ep. ad. 10 (XII, 88). – Dah. von den Farben, Arist. physiogn. 2; ὀξεῖα φοινικίς, Ar. Pax 1139. – d) vom Geschmache, scharf, herbe, bitter, sauer; ἐξ ὀξέος καὶ ἁλμυροῦ ξυνθεὶς ζύμωμα, Plat. Tim. 74 e, öfter; Xen., u. häufiger bei Sp.; übtr., κίνδυνος, Plut. Timol. 4. – e) übh. empfindlich, leidenschaftlich, bes. leicht in Zorn geratend, jähzornig; Ἄρης, Hom., wie Eur. Heracl. 290; ὀξὺ μένος, H. h. 7, 14; θυμὸς ὀξύς, Soph. O. C. 1195; u. in Prosa, νέος ἐστὶ καὶ ὀξύς, Plat. Gorg. 463 e, vgl. Polit. 311 a; ὀξὺ καὶ ἀνδρεῖόν πού φαμεν, 306 e; aber auch = schnell Etwas auffassend, εἰς πάντα τὰ μαθήματα ὀξεῖς φαίνονται, im Gegensatz von βραδεῖς, Rep. VII, 526 b; ἐπινοῆσαι ὀξεῖς, Thuc. 1, 70; οἱ ἀνδρεῖοι ἐν τοῖς ἔργοις ὀξεῖς, Arist. Eth. 3, 7; ὀξὺς τὰς ἐνθυμήσεις, Luc. Salt. 81. – Übh. auch von der Bewegung, eigtl. wohl heftig, schnell, Her. 5, 9; ἐπειδὰν τὴν ὀξυτάτην δρόμου ἀκμὴν παρῇ, Plat. Rep. V, 460 e; εἴτε βραδύτερον εἴτε ὀξύτερον ἐπαΐξασα, Theaet. 190 a. Im Gegensatz von βραδύς auch Thuc. 8, 96; so κἀκφυσιῶν ὀξεῖαν αἵματος σφαγήν Aesch. Ag. 1362; νότος, Soph. Ai. 251, wie auch Phil. 797, ὡς ἥδε (ἡ νόσος) μοι ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ' ἀπέρχεται, von dem schnellen Anfall zu erklären ist; ὀξυτέρῳ κινήσασα χαλινῷ, mit schärferem, schnellerem Zügel, Ant. 108; Sp., ὀξύτερον ἔδραμε, Diosc. 11 (VI, 220); πτήσομαι ὀξύτερος στεροπῆς, Alpheus 1 (XII, 18); nach Arist. physiogn. 2 in Beziehung auf die Bewegung dem νωθρός entgeggstzt. – So auch adv. ὀξέως, z. B. βοηθεῖν, im Gegensatz von ἐνδοιαστῶς, Thuc. 6, 10; μεταχειρίσαι, ibd. 12.
French (Bailly abrégé)
εῖα, ύ;
aigu :
A. propr. aigu, càd :
I. pointu;
II. tranchant;
III. p. anal. 1 en parl. de sensations aiguës piquant, aigre, acide ; fig. en parl. de douleurs, de chagrins ; ὀξὺ βλέπειν XÉN ou ἰδεῖν ÉL avoir une vue perçante ; ὀξύτατον δέρκεσθαι IL avoir une vue très perçante ; ὀξὺ βοᾶν IL pousser un cri aigu ; ὀξὺ κωκύειν IL pousser des cris de douleur aigus ; t. de gramm. ἡ ὀξεῖα (προσῳδία) l'accent aigu;
2 au mor. vif, irritable;
3 en parl. de l'intelligence fin, pénétrant ; neutre adv. • ὀξύ d'une façon intelligente ou pénétrante;
B. vif, rapide ; adv. • ὀξύτερον, plus vivement ; en mauv. part précipité, téméraire;
Cp. ὀξύτερος ; Sp. ὀξύτατος.
Étymologie: R. Ἀκ, être pointu ; cf. ἀκαχμένος, lat. acus.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύς: εῖα (ион. έη), ύ
1 острый (πέλεκυς, ξίφος Hom.; γωνία Arst.; ῥομφαία NT); острый, остроконечный (δόρυ, κορυφὴ σκοπέλου Hom.; ὄνυχες λεόντων Pind.);
2 острый, мучительный (ὀδύναι, μελεδῶναι Hom.);
3 жестокий, тяжелый (ἀγών Plut.);
4 жгучий, палящий (ἀκτῖνες Pind.; ἥλιος Anth.);
5 резкий, пронизывающий (χιών Pind.; νότος Soph.);
6 ослепительный, яркий (αὐγὴ ἠελίοιο Hom.; χροιαί Arst.; πορφύρα Plut.);
7 пронзительный, резкий, громкий (ἀϋτή Hom.; μέλος Arph.);
8 муз. высокий, тонкий (χορδή Plat.; φωνή Arst.);
9 острый (на вкус), пряный (φακῆ Xen.);
10 терпкий (οἶνος Xen.);
11 кислый (ζύμωμα Plat.);
12 изощренный, зоркий (ὄμμα Pind.; ὄψις Plat.);
13 острый, едкий (ὀσμή Arst.);
14 пылкий, горячий, страстный (μένος HH; θυμός Soph.);
15 быстрый, проворный, стремительный, резвый (ἵπποι Her.; πόδες NT);
16 восприимчивый, способный (εἰς πάντα τὰ μαθήματα Plat.): ὀξύτατος γνῶναι τὰ ῥηθέντα Dem. умеющий отлично понимать сказанное; τὰς ἐνθυμήσεις ὀ. Luc. быстро соображающий;
17 бурный (μανία Pind.): ὀξεῖα πνοή Soph. бурное (тяжелое) дыхание (умирающего);
18 обостренный, настороженный (ὀξεῖαν ἀκοὴν τοῖς ἐμοῖς λόγοις διδούς Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύς: εῖα, ύ· Ἰων. θηλ. ὀξέα, Ἡρόδ., Ἱππ., (ἐν τοῖς ἀντιγράφ. συχνάκις φέρεται ὀξέη, ὅπερ ὁ Βάβρ. 73. 1 ἀπεδέξατο χάριν τοῦ μέτρου)· ― ὀξεῖα, ποιητ. ἀντὶ τοῦ οὐδ. πληθ. ὀξέα. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 348· (ἴδε ἐν τέλ.) Ὀξύς, «μυτερός», κοπτερός, εἴτε επὶ πράγματος εἰς λεπτὸν ἄκρον ἀπολήγοντος, εἴτε ἐπὶ ἀκμῆς ἢ «κόψεως» ἐργαλείου, κτλ., παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., ὡς ἐπὶ ὅπλων ἢ ἄλλων πραγμάτων ἐκ μετάλλου κατεσκευασμένων, αἰχμή, ἄκων, ἆορ, βέλος, δόρυ, δρεπάνη, ξίφος, ὄγκοι, πέλεκυς, φάσγανον, χαλκός· ὡσαύτως καὶ ἐπὶ πραγμάτων οὐχὶ ἐκ μετάλλου, λᾶας, μοχλός, σκόλοπες, κτλ.· ὀξεῖα κορυφή, ἐπὶ τῆς κορυφῆς ὄρους, Ὀδ. Μ. 72· οὕτω, πάγοι ὀξέες Ε. 411· λίθος ὀξὺς πεποιημένος, ὠξυμμένος οὕτως, ὥστε νὰ χρησιμεύῃ ἀντὶ μαχαίρας, Ἡρόδ. 7. 69, πρβλ. 3. 8· ὀξυτέρῳ χαλινῷ Σοφ. Ἀντ. 108· κυρβασίας ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας, ἀποληγούσας εἰς ὀξὺ ἄκρον, Ἡρόδ. 7. 64· οὔρεα ἐς ὀξὺ τὰς κορυφὰς ἀπ. ὁ αὐτ. 2. 28· τὸ ὀξύ, ἐπὶ τῆς κορυφῆς τριγώνου, ὁ αὐτ. 3. 16· τὸ ὀξὺ τῆς καρδίας Ἀριστ. π. Ἀναπν. 16, 3· τὸ ὀξὺ τοῦ ᾠοῦ ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 2· 6· ὀξ. γωνία ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 15, 13· κ ἀλλ.· ἐπὶ προσώπου, Χρόνος ὀξὺς ὀδόντας Σιμωνίδ. 90. ΙΙ. ἐν σχέσει πρὸς τὰς αἰσθήσεις, 1) διαπεραστικός, καυστικός, καυστηρός, ὀδύναι Ἰλ. Λ. 268· ὀξὺς ἡέλιος, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου rapidus sol, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπολλ. 374· ὀξεῖαι ἀκτῖνες Πινδ. Ο. 7. 128· Σείριος ὀξὺς ἐλλάμπων Ἀρχίλοχ. 42· ὀξὺ πῦρ Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 12· οὕτω, χιὼν ὀξεῖα, ὡς τὸ τοῦ Ὁρατίου gelu acutum, Πινδ. Π. 1. 36 ὀξ. νότος Σοφ. Αἴ. 258· ― οὕτω καὶ ἐπὶ λύπης καὶ τῶν ὁμοίων, ἄχος Ἰλ. Τ. 125· μελεδῶνες Ὀδ. Τ. 517· καὶ καθόλου, «ἰσχυρός», μέγας, μάχη ὀξέα ... γίγνεται, «πεισματώδης», Ἡρόδ. 9. 23· ὁ πυρετὸς Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15· νόσοι, μανίαι Πινδ. Ο. 8. 111, Ν. 11, ἐν τέλ., πρβλ. Π. 3. 172· ἐπιμομφὰ ὁ αὐτ. ἐν Ο. 10 (11). 11, κλ. 2) ἐπὶ τῆς ὄψεως, ὀξύτατον ὄμμα ὁ αὐτ. ἐν Ν. 10. 117· ὄψις ... ὀξυτάτη τῶν διὰ τοῦ σώματος ... αἰσθήσεων Πλάτ. Φαῖδρ. 250D· ― συχν. κατ’ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ. ὀξύτατον δέρκεσθαι, ἔχειν ὀξυτάτην τὴν ὅρασιν, Ἰλ. Ρ. 675 ὀξύτατα ὁρ. Πλάτ. Πολ. 516C· οὕτως, ὀξὺ νοεῖν, παρατηρεῖν τι ταχέως, Ἰλ. Γ. 374· ὀξὺ προϊδεῖν Ὀδ. Ε. 393· ὀξύτερον βλέπειν Ἀριστοφ. Πλ. 1048, Λυσ. 1202· παροιμ., ὀξύτερον τοῦ Λυγκέως βλέπειν ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 210, Παροιμιογρ.· ὡσαύτως, ὀξὺ ἀκούειν. ἔχειν ὀξεῖαν ἀκοήν, Ἰλ. Ρ. 256. β) ἐπὶ πραγμάτων προσβαλλόντων ὀξέως τὴν ὅρασιν, λαμπρός, αὐγὴ Ἠελίοιο Ρ. 372· ἠελίου .. ὀξύτατον .. φάος εἰσοράασθαι Ξ. 345· ἐντεῦθεν ἐπὶ χρωμάτων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1173 (ἴδε φοινικὶς 2)· αἱ ὀξεῖαι χροιαὶ Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 4· πορφύρα Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 6· [ἐσθὴς] ὀξυτέρα καὶ τηλαυγεστέρα Αἰλ. π. Ζ. 4. 46. 3) ἐπὶ ἤχου, ὀξύς, ὑψηλός, διαπεραστικός, ἀϋτὴ Ἰλ. Ο. 313· καὶ ἐπὶ φωνῆς, ὀξὺ βοήσσας Ρ. 89 ὀξὺ δὲ κωκύσασα Σ. 71· ὀξὺ λεληκὼς Χ. 141· ὀξέα κεκληγὼς Ρ. 88, κτλ.· ἐπὶ ἵππων χρεμετιζόντων, ὀξεῖα χρέμισαν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 348· ἐπὶ χοιριδίων, ὀξὺ κεκραγέναι Ἀριστοφ. Ἀχ. 804· ἐπὶ τῆς κραυγῆς τῶν ἁρπακτικῶν ὀρνέων, ὀξέα κλάζων Σοφ. Ἀντ. 112· ἐπὶ μεταλλικῶν οὐσιῶν κρουομένων, ὀξέα καὶ λιγέως ἰάχεσκε σάκος Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 233· ὡσαύτως, ἐπὶ τοῦ θρήνου τῆς ἀηδόνος (πρβλ. ὀξύφωνος). Σοφ. Ἀντ. 424· οὕτω, ἐπηλάλαξαν τὸν ὀξὺν νόμον, ἐκραύγασαν τὸ ὀξὺ ᾆσμά των, Αἰσχύλ. Θήβ. 954· ὀξὺ μέλος, ἐπὶ τοῦ τέτιγγος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1095. β) ἐπὶ μουσικῶν τόνων, ὀξύς, ὑψηλός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βαρύς, Πλάτ. Τίμ. 80Α, Ξεν. Κυν. 6. 20· ὀξυτάτη χορδὴ Πλάτ. Φαῖδρ. 268D· φωνὴ ὀξεῖα, βαρεῖα, μέση Ἀριστ. Ρητ. 3. 1, 4· τῷ ὀξεῖ ἐν φωνῇ μὲν ἐναντίον τὸ βαρύ, ἐν ὄγκῳ δὲ τὸ ἀμβλὺ ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 13, 3. γ) ἡ ὀξεῖα (ἐξυπ. προσῳδία), ὁ ὀξὺς τόνος, Γραμμ. 4) ἐπὶ γεύσεως, δριμύς, ’ξινός, φακῆ Ξεν. Κύρ. 6. 2, 31· ὄξος Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2· οἶνος Ἄλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 1. 12· ἐξ ὀξέος καὶ ἁλμυροῦ ξυνθεὶς ζύμωμα Πλάτ. Τίμ. 74C. 5) ἐπὶ ὀσμῆς, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 5· ὀξύτατον ὄζειν τινὸς Ἀριστοφ. Ἀχ. 193. ΙΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ τῆς ἐσωτερικῆς αἰσθήσεως, ὀξύς, ταχύς, ἰδίως ταχὺς εἰς ὀργήν, πλήρης ὁρμητικοῦ πάθους, ὁρμητικός, ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, συχν. ἐν Ἰλ. ὀξὺ μένος Ὁμ. Ὕμν. 7. 14· καρδίη ὀξυτέρη Θέογν. 364· θυμὸς ὀξὺς Σοφ. Ο. Κ. 1193· νέος καὶ ὀξὺς Πλάτ. Γοργ. 463Ε· οἱ ἀκρόχολοι ὀξεῖς Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 4. 5, 9· ― ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας οἱ Ἀττικ. χρῶνται τῇ λέξει μάλιστα ἐν ἀντιθέσει. 2) ταχύς, ὁ ταχέως ἀντιλαμβανόμενός τινος, ἔχων ταχεῖαν ἀντίληψιν, εὐφυής, δεινοὶ καὶ ὀξεῖς Πλάτ. Ἀπολ. 39Β· μετ’ ἀπαρ., ὀξ. ἐπινοῆσαι Θουκ. 1. 70· γνῶναι .. ὀξύτατοι τὰ ῥυθέντα Δημ. 32. 24· ὡσαύτως, ὀξὺς εἰς πάντα τὰ μαθήματα Πλάτ. Πολ. 526Β· τὰς ἐνθυμήσεις ὀξὺς Λουκ. π. Ὀρχ. 81. IV. ἐπὶ κινήσεως, ταχύς, εὐκίνητος, ἐκ τοῦ τρόπου καθ’ ὃν τὰ ὀξέα σώματα διαπερῶσι τὸν ἀέρα, μεθ’ Ὅμ., ὀξυτάτους ἵππους Ἡρόδ. 5. 9 (ἀλλὰ μετὰ διαφόρου γραφ. ὠκυτάτους)· ἱερακίσκος Ἀριστοφ. Ὄρν. 1112· [ἡ νόσος] ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ ἀπέρχεται Σοφ. Φιλ. 808· ἐπὶ φήμης, ὀξεῖα ... διῆλθ’ Ἀχαιοὺς Σοφ. Αἴ. 998· ὀξεῖαν ἐκβάλλει πνοήν, ἐπὶ ἀνθρώπου ἀποθνήσκοντος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1238, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1389· ἄξας ὀξὺς νότος ὣς Σοφ. Αἴ. 258· ὀξεῖαν ἀκοὴν ... λόγοις διδούς, ταχεῖαν, πρόθυμον προσοχήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 30· τὸ εὔψυχον ... ὀξεῖς ἐνδείκνυνται, εἶναι ταχεῖς εἰς τὸ δεικνύειν αὐτό, Θουκ. 4. 126· ἀντίθετον τῷ βραδύς, ὁ αὐτ. 8. 96, Πλάτ. Θεαίτ. 190Α· τῷ ῥᾴθυμος, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 7, 12· ἰδίως ἐν τῷ ἐπιρρήματι· ἴδε κατωτ. V. ὁμαλὸν ἐπίρρ. ὀξέως, ταχέως, ἐν τάχει, εὐθύς, ἀμέσως, Θουκ, 6. 10, 12, Πλάτ. κλ.· μετὰ ταχύτητος, ὁρᾶν, αἰσθάνεσθαι Πλάτ. Πολ. 567Β, Φαῖδρ. 263C· ποιητ. ὀξείως, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 9. 6, 3· ― συγκρ. ὀξυτέρως Ἱππ. 1096F· ὀξ. ἀποθανεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. 1. 939· ― ἀλλά, 2) ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ οὐδ. ὀξὺ καὶ πληθ. ὀξέα ὡς ἐπίρρ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2, 3· ― συγκρ. ὀξύτερον Θουκ. 2. 8, Πλάτ., κλ· ὑπερθ. ὀξύτατον Ἰλ. Ρ. 675, Πλάτ. Νόμ. 741D· ἢ ὀξύτατα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 401Ε. κ. ἀλλ. (Ὡς τὸ ὠκὺς παράγεται ἐκ τῆς √ΑΚ, ἀκωκή, οὕτως ἐξ ἐπιτεταμένης √ΑΚΣ παράγεται τὸ ὀξύς ἴδε Κούρτ. ἀρ. 2).
English (Autenrieth)
εῖα, ύ, sup. ὀξύτατος: sharp, of weapons and other implements, crags, hill-tops, Od. 5.411, Od. 12.74; metaph., of light, pains, sounds, etc., ‘keen,’ ‘piercing,’ Il. 17.372, Od. 11.208; ‘fierce’ Ares, Il. 11.836; neut. as adv., ὀξύ and ὀξέα, met. as above, προϊδεῖν, νοεῖν, βοᾶν, Od. 5.393, Γ 3, Il. 17.89.
English (Slater)
ὀξύς (ὀξεῖ(α), -ας, -ᾳ, -αν; -ᾶν, -αις(ι), -ας: comp. ὀξᾰτεραι: superl. ὀξᾰτατον, -ων, -ους.)
a sharp θρασυμαχάνων τε λεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους (N. 4.63) [ὀξυτάτῳ πελέκει (v.l. ὀξυτόμῳ) (P. 4.263) ]
b sharp, sharp-eyed ἰδοῖσα δ' ὀξεἶ Ἐρινύς (O. 2.41) κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα (N. 10.62)
c met., keen, acute, intense ὀξείαις αὐγαῖς ἀελίου (O. 3.24) ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ (O. 7.70) Αἴτνα, πάνετες χιόνος ὀξείας τιθήνα (P. 1.20) of pain, anguish, ὀξείας δὲ νόσους ἀπαλάλκοι (O. 8.85) ὅμως δὲ λῦσαι δυνατὸς ὀξεῖαν ἐπιμομφὰν τόκος (O. 10.9) ὀξείαισι πάθαις (P. 3.97) ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς (N. 1.53) ἀπροσίκτων δ' ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι pr. (N. 11.48) of mental effort, ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον ὀξείᾳ μελέτᾳ (O. 6.37)
&nbnbsp;d piercing of sound ἂν κίνδυνον ὀξείας ἀυτᾶς (N. 9.35)
e swift ὀξυτάτων βελέων (ὠκυτάτων v.l.) (P. 4.213)
f frag. ὀξύτατον[ (Pae. 8.91)
English (Strong)
probably akin to the base of ἀκμήν ("acid"); keen; by analogy, rapid: sharp, swift.
English (Thayer)
ὀξεῖα, ὀξύ (allied with Latin acer, acus, etc.; cf. Curtius, § 2);
1. sharp (from Homer down): ῤομφαία, δρέπανον, Psalm 56<FOOTNOTE:10> ( swift, quick (so from Herodotus 5,9 down; cf. ὠκύς fleet): Proverbs 22:29).
Greek Monolingual
(I)
-εία, -ύ (ΑΜ ὀξύς, -εῖα, -ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῖα)
1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός
2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός
3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία διένεξη» β. «οξύς πυρετός» γ. «μάχη ὀξέα... γίνεται», Ηρόδ.)
4. (για ήχο) λεπτός, υψηλός (α. «οξεία κραυγή» β. «ὀξέα κλάζων αἰετός», Σοφ.
γ. «ὅσοι φθόγγοι... βραδεῖς ὀξεῖς τε καὶ βαρεῖς φαίνονται», Πλάτ.)
5. διαπεραστικός («οξύ βλέμμα»)
6. αυτός που οργίζεται εύκολα, οξύθυμος, ευέξαπτος, ευερέθιστος
7. αυτός που έχει όξινη γεύση, ξινός («ὀξὺς οἶνος», Άλεξ.)
8. αυτός που αντιλαμβάνεται εύκολα, ταχύς ως προς την αντίληψη, οξύνους (α. «οξύς κατά την κρίση» β. «ὄκις... ὀξυτάτη τῶν διὰ τοῦ σώματος... αἰσθήσεων», Πλάτ.)
9. το θηλ. ως ουσ. βλ. οξεία
10. φρ. «οξεία γωνία» — η γωνία που είναι μικρότερη της ορθής
νεοελλ.
1. (για νόσο) αυτός που εμφανίστηκε πρόσφατα και εξελίσσεται ταχύτατα («οξεία περιτονίτιδα»)
2. το ουδ. ως ουσ. βλ. οξύ
μσν.
ο υακίνθινος
αρχ.
1. αλγεινός, καυστικός στις αισθήσεις («Σείριος ὀξὺς ἐλλάμπων», Αρχίλ.)
2. (για πράγματα που προσβάλλουν έντονα την όραση) λαμπρός, εκθαμβωτικός («αἱ ὀξεῖαι χροιαί», Αριστοτ.)
3. ευκίνητος, γρήγορος («τοὺς ἵππους... ζευγνυμένους ὑπ' ἅρματα εἶναι ὀξυτάτους», Ηρόδ.)
4. ταχύς, γοργός («ὀξὺς δρόμος» — πολύ γρήγορο ταχυδρομείο, παπ.)
5. επείγων («ὀξὺς καιρός» — επείγουσα περίσταση, Ονήσανδρ.)
6. (για οσμή) ερεθιστικός
7. βιαστικός, ταραγμένος, ταραχώδης
8. άγριος, σφοδρός («ὀξὺς νότος», Σοφ.)
9. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀξεῖα
είδος αιχμηρού χειρουργικού εργαλείου.
επίρρ...
οξέως (Α ὀξέως, ποιητ. τ. ὀξείως)
νεοελλ.
με οξύτητα, με ζωηρότητα, ισχυρά, έντονα
αρχ.
1. ευθύς, αμέσως
2. με σπουδή, με ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ὀξύς (< ὀκ-σ-ύς) εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα ὀκ- (πρβλ. όκρις) της ρίζας ακ- «αιχμηρός» (πρβλ. ἄγω: ὄγμος) με ένσιγμη παρέκταση του θέματος, η οποία απαντά και στον τ. ἀκο-σ-τή «κριθάρι», όπως και στα σύνθ. σε -ήκης (βλ. και λ. ακ-). Το επίθ. ὀξύς, ήδη από τον Όμηρο, καλύπτει ένα ευρύ σημασιολογικό πεδίο και μπορεί να παραβληθεί με τα δριμύς και ταχύς (βλ. και λ. οξυ-).
ΠΑΡ. όξος, οξύνω, οξύτητα(-της)
αρχ.
οξύς (ΙΙ), οξυτικός.
ΣΥΝΘ. Για σύνθ. με α' συνθετικό βλ. οξυ- (Β' συνθετικό) υπέροξυς
αρχ.
άποξυς, έποξυς, κάτοξυς, πάροξυς, σύνοξυς, ύποξυς].
(II)
ὀξύς, -ύδος, ἡ (Α)
1. το φυτό ὀξαλίδα
2. το φυτό ὀξύσχοινος, είδος σχοίνου, βούρλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξύς (Ι) + επίθημα -ύς, -ύδος (πρβλ. εμύς)].
Greek Monotonic
ὀξύς: -εῖα, -ύ, Ιων. θηλ. ὀξέα· ὀξεῖα, Επικ. αντί του ουδ. πληθ. ὀξέα (συγγενές προς το ὠκύς)·
I. οξύς, μυτερός, κοφτερός, αιχμηρός, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· ἐς ὀξὺ ἀπηγμένος, αυτός που απολήγει σε μυτερό άκρο, σε Ηρόδ.· τὸὀξύ, η κορυφή του τριγώνου, στον ίδ.
II. 1. λέγεται για αισθήσεις, οξύς, διαπεραστικός, καυστικός, ισχυρός, έντονος, ὀδύναι, σε Ομήρ. Ιλ.· ὀξὺς ἠέλιος, ήλιος που καίει, σε Ομηρ. Ύμν.· ομοίως, χιὼνὀξεῖα, όπως το gelu acutum του Οράτ., σε Πίνδ.· μάχη ὀξέα, πεισματώδης, σε Ηρόδ. 2. α) για την όραση, ουδ. ως επίρρ., ὀξύτατον δέρκεσθαι, έχω οξυτάτη όραση, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ὀξὺ νοεῖν, επισημαίνω, αντιλαμβάνομαι ταχύτατα κάτι, στο ίδ.· ὀξὺἀκούειν, έχω οξεία ακοή, στο ίδ. β) λέγεται για αντικείμενα που ενοχλούν την όραση, εκθαμβωτικός, λαμπερός, λέγεται για τον ήλιο, στο ίδ.· λέγεται για χρώματα, σε Αριστοφ. 3. α) χρησιμ. για ήχο, οξύς, έντονος, υψηλός, διαπεραστικός, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται και για φωνή, ὀξὺ βοήσας, ὀξὺ λεληκώς, στο ίδ. κ.λπ. β) χρησιμ. για μουσικούς τόνους, οξύς, υψηλός, σε αντίθ. προς το βαρύς, σε Πλάτ.
4. λέγεται για γεύση, έντονη, πικάντικη, ξινή, σε Ξεν. κ.λπ.
5. λέγεται για οσμή, ὀξύτατον ὄζειν, σε Αριστοφ.
III. 1. μεταφ., χρησιμ. για τη νόηση, το νου, οξύς, ταχύς στην αντίληψη, ευέξαπτος, ορμητικός, εριστικός, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.
2. κοφτερός στο μυαλό, έξυπνος, ευφυής, σε Πλάτ.· με απαρ., ὀξ. ἐπινοῆσαι, σε Θουκ.· γνῶναι ὀξύτατοι, σε Δημ.
IV. λέγεται για κίνηση, γρήγορος, ταχύς, ευκίνητος, σε Αριστοφ.· (ἡ νόσος) ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ' ἀπέρχεται, σε Σοφ.· ὀξὺς νότος, στον ίδ.
V. ομαλ. επίρρ. ὀξέως, γρήγορα, σύντομα, εν τάχει, ευθύς, αμέσως, σε Θουκ., Πλάτ.· αλλά,
2. το ουδ. ὀξύ και στον πληθ. ὀξέα, ως επίρρ., βλ. ανωτ.· συγκρ. ὀξύτερον, σε Θουκ. κ.λπ.· υπερθ. ὀξύτατον, σε Ομήρ. Ιλ.· ὀξύτατα, σε Πλάτ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: sharp, stinging, of taste sour, tartish, of the voice clear, loud, of inner and outer movement fierce, acute, rapid (Il.).
Compounds: Very often as 1. member, also with prefix, e.g. ἄπ-οξυς pointed (Hp., Dsc., Gal.), backformation from ἀπ-οξύνω, s. Strömberg Prefix Studies 41 f.
Derivatives: From it ὄξος n. wine vinegar (s. v.); ὀξύτης, -ητος f. sharpness, sourness, acuteness, gramm. high-tonedness (IA.); ὀξύς, -ύδος f. dock, Rumex (Plin., Gal.; cf. ἐμύς, κροκύς and Chantraine Form. 347 f.). Denomin. verb ὀξύνω, also w. prefix, esp. παρ-, to sharpen, to whet, to sour, to heat (IA.) with ὄξυντρα n. pl. payment for a sharpener (hell. inscr.), ὀξύσματα n. pl. whetting, sharpening (Delos IIIa), παροξυσμός m. irritation, embitterment (Hp., D.), -ντικός enlivening, irritating, embittering (IA.), -νταί pl. H. (ὀξύντης Hdn. 1, 77, 25; cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 205).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Without exact non-Greek agreement. One compares ὄκρις (s. v.), beside which with much more usual α-vowel ἄκρος etc.; in ὀξ-ύς one assumes the reduced grade oḱs- of the s-stem assumed in ἀκοστή (s. v.), ἀμφ-ήκης (uncertain, s. ἠκή) a.o. WP. 1, 31, Pok. 21, W.-Hofmann s. 2. ācer, 1. acus. Cf. ὀξίνα. - The etymology is quite unconvincing and must be rejected. Is the word Pre-Greek? - To be rejected Haas Ling. Posn. 3, 78 (s. on ξαίνω).
Middle Liddell
akin to ὠκύς
I. sharp, keen, Hom., Hes., etc.; ἐς ὀξὺ ἀπηγμένος brought to a point, Hdt.; τὸ ὀξύ the vertex of a triangle, Hdt.
II. of feeling, sharp, keen, ὀδύναι Il.; ὀξὺς ἠέλιος the piercing sun, Hhymn.; so, χιὼν ὀξεῖα, like Hor.'s gelu acutum, Pind.; μάχη ὀξέα keenly contested, Hdt.
2. of the sight, neut. as adv., ὀξύτατον δέρκεσθαι to be keenest of sight, Il.; so ὀξὺ νοεῖν to notice a thing sharply, Il.; ὀξὺ ἀκούειν to be quick of hearing, Il.
b. of things that affect the sight, dazzling, bright, of the sun, Il.; of colours, Ar.
3. of sound, sharp, shrill, piercing, Il.; and of the voice, ὀξὺ βοήσας, ὀξὺ λεληκώς Il., etc.
b. of musical tones, sharp, high, opp. to βαρύς, Plat.
4. of taste, sharp, pungent, acid, Xen., etc.
5. of smell, ὀξύτατον ὄζειν Ar.
III. metaph. of mind, sharp, keen: quick to anger, hasty, passionate, Il., Soph., etc.
2. sharp, quick, clever, Plat.; c. inf., ὀξ. ἐπινοῆσαι Thuc.; γνῶναι ὀξύτατοι Dem.
IV. of motion, quick, swift, Ar.; [ἡ νόσος ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ' ἀπέρχεται Soph.; ὀξὺς νότος Soph.
V. regul. adv. ὀξέως, quickly, soon, Thuc., Plat.; but,
2. neut. ὀξύ and pl. ὀξέα as adv., v. supr.:—comp. ὀξύτερον Thuc., etc.; Sup. ὀξύτατον Il.; ὀξύτατα Plat.
Frisk Etymology German
ὀξύς: {oksús}
Meaning: scharf, stechend, vom Geschmack herb, sauer, von der Stimme hell, laut, von innerer und äußerer Bewegung heftig, hitzig, rasch (seit Il.).
Composita : Überaus oft als Vorderglied, auch mit Präfix, z.B. ἄποξυς zugespitzt (Hp., Dsk., Gal.), Rück- bildung von ἀποξύνω, s. Strömberg Prefix Studies 41 f.
Derivative: Davon ὄξος n. Weinessig (s. bes.); ὀξύτης, -ητος f. Schärfe, Herbe, Heftigkeit, gramm. Hochtonigkeit (ion. att.); ὀξύς, -ύδος f. Ampfer, Rumex (Plin., Gal.; vgl. ἐμύς, κροκύς und Chantraine Form. 347 f.). Denominatives Verb ὀξύνω, auch m. Präfix, bes. παρ-, schärfen, wetzen, säuern, erhitzen (ion. att.) mit ὄξυντρα n. pl. Schleiferlohn (hell. Inschr.), ὀξύσματα n. pl. das Wetzen, Schleifen (Delos IIIa), παροξυσμός m. Reizung, Erbitterung (Hp., D. u. a.), -ντικός ermunternd, aufreizend, erbitternd (ion. att.), -νταί pl. H. (ὀξύντης Hdn. 1, 77, 25; vgl. Fraenkel Nom. ag. 2, 205).
Etymology : Ohne genaue außergriech. Entsprechung. Zum Vergleich eignet sich ὄκρις (s. d.), woneben mit weit gewöhnlicherem α-Vokal ἄκρος usw.; in ὀξύς wird die Schwundstufe oḱs- des in ἀκοστή (s. d.), ἀμφήκης (unsicher, s. ἠκή) u.a. angesetzten s-Stamms vermutet. WP. 1, 31, Pok. 21, W.-Hofmann s. 2. ācer, 1. acus. Vgl. ὀξίνα. Abzulehnen Haas Ling. Posn. 3, 78 (s. zu ξαίνω).
Page 2,401
Chinese
原文音譯:ÑxÚj 哦克需士
詞類次數:形容詞(8)
原文字根:銳利的
字義溯源:鋒利的*,利,快利,快的,飛跑,尖銳的;或源自(ἀκμήν)=此刻,尖端);而 (ἀκμήν)出自(ἀκέραιος)X=點*)
同源字:1) (ὄξος)醋 2) (ὀξύς)鋒利的 3) (παροξύνω)使其銳利 4) (παροξυσμός)激發
同義字:1) (ὀξύς)鋒利的 2) (ταχινός)簡短的 3) (ταχύς)快快的
出現次數:總共(8);羅(1);啓(7)
譯字彙編:
1) 利(3) 啓1:16; 啓2:12; 啓19:15;
2) 快利(2) 啓14:18; 啓14:18;
3) 快利的(2) 啓14:14; 啓14:17;
4) 飛跑(1) 羅3:15
English (Woodhouse)
clever, eager, energetic, impetuous, keen, pungent, quick, quick-tempered, quick-witted, short, shrill, stinging, vehement, easily angered, for cutting, hasty in temper, hot-tempered, quick in intellect, quick in intelligence, quick in mind, quick to anger, quick to wrath, sound, with one's wits about one
Mantoulidis Etymological
(=μυτερός, διαπεραστικός). Ἀπό ρίζα ακ- ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις ἀκμή, ἀκή, ἀκωκή.
Παράγωγα: ὀξύνω, ὀξυόεις, ὀξυντέον, ὀξύτης, παροξυσμός, ὀξυδερκής, ὀξύθυμος, ὀξύμωρος, ὀξύτονος, ὀξύφωνος, ὀξύχολος.
Lexicon Thucydideum
acutus, sharp, keen, acute, 8.104.5,
acer, keen, fierce, eager, 1.70.2, 3.82.4, 4.126.6, 5.64.2, 8.96.5.
Translations
choleric
Bulgarian: раздразнителен, сприхав; Catalan: colèric; Dutch: cholerisch, kwaad; English: bad-tempered, bilious, bitchy, brainish, cantankerous, carnaptious, choleric, crabbit, crabby, cranky, crotchety, dyspeptic, edgy, fantoddish, fiery, fretful, grotchy, grouchy, grumpy, hissy, hotheaded, hot-headed, hot-livered, hot-tempered, hot-tempered;, huffy, humpy, ill-natured, ill-tempered, irascible, irritable, ornery, out of sorts, peevish, pettish, petulant, prickly, querulous, quick to anger, quick-tempered, raspy, ratty, scratchy, shirty, short-tempered, snappish, snappy, snippety, snippish, snippy, snitchy, spitfire, splenetic, stressy, surly, testy, tetchy, tetty, thin-skinned, thorny, touchy, twitchy, umbrageous, waspish; Finnish: koleerinen, raivoisa; Galician: colérico; Greek: χολερικός, ευέξαπτος, ευερέθιστος, θερμοκέφαλος; Ancient Greek: ἀκράχολος, ἀκρόχολος, δύσοργος, ἐγκρασίχολος, ὀξυθυμίας, ὀξύθυμος, ὀξυκάρδιος, ὀξύρροπος, ὀξύς, ὀξύχολος, ὀργὴν ἄκρος, πλήκτης, ταχύμηνις, φιλόδηρις, χαλεπός, χολοδεκτικός; Hungarian: kolerikus, lobbanékony, hirtelen haragú, ingerlékeny; Italian: collerico; Latin irascibilis; Maori: whanewhane; Portuguese: colérico; Spanish: colérico; Swedish: kolerisk; Ukrainian: холерик