ὀλιγώρως

Revision as of 01:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

French (Bailly abrégé)

adv.
avec négligence ou mépris : ὀλιγώρως ἔχειν XÉN être indifférent ; ὀλιγώρως ἔχειν τινός IS, πρός τι ISOCR négliger ou mépriser qch.
Étymologie: ὀλίγωρος.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγώρως: небрежно, пренебрежительно, безразлично, тж. презрительно (διακεῖσθαι Lys.; φέρειν τι и ἔχειν τινός Plut.; ὀ. ἔχειν καὶ κοσμίως Plat.).