ὀψιαίτερος

Revision as of 01:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ὀψιαίτατος, Att. Comp. and Sup. of ὄψιος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Ἀττ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ ὄψιος.

Greek Monotonic

ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Αττ. συγκρ. και υπερθ. του ὄψιος.

Russian (Dvoretsky)

ὀψιαίτερος: compar. к ὄφιος.