ὄψιος
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
α, ον, (ὀψέ)
A late, ὀψίᾳ ἐν νυκτί Pi.I.4(3).35(53); ὅταν ἔαρ ὄ. γένηται Arist.HA553b20, cf. 627b20; ὄ. σῦκα, πυροί, etc., Thphr. HP2.8.1, 8.4.3, etc.; [ᾠὰ] τὰ μὲν πρώϊα τὰ δ' ὄ. Arist.HA543a10; cf. ὀψία.
II Att. Comp. ὀψιαίτερος, α, ον, later, Id.Mete.362a24, al., Thphr. CP 1.10.5: Sup. ὀψιαίτατος, η, ον, X.HG5.4.3: hence ὀψιαίτερον as adverb, Comp. of ὀψέ, Pl.Cra.433a, Thphr. HP 3.2.1, Eub.119.11: Sup. ὀψιαίτατα, opp. πρωϊαίτατα, Pl.Prt. 326c, X.HG4.5.18, etc.: also Comp. ὀψιέστερος as v.l. in Thphr. (CP4.8.3, HP3.4.6): also shortened form ὀψιτέρα, ἅλωσις Pi.Pae.6.82; ὀψίτερον Plu.2.119c; ὀψίτατον Poll.1.69; ὀψίτερον τῆς ὥρας BGU759.6 (ii A. D.), cf. PTeb.230 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 432] spät; ὀψίᾳ νυκτί, Pind. I. 3, 53; dem πρώϊος entggstzt, oft in Prosa, bes. der spätern (früher ist ὀψέ mehr im Gebrauch), περὶ δείλην ἤδη ὀψίαν Thuc. 8, 26: auch in der Bdtg zu spät, Theophr, N.T., vgl. Phryn. 51. – Compar. gew. ὀψιαίτερος, superl. ὀψιαίτατος (vgl. ὀψέ), οἱ ἀπ ὸ τῶν ἔργων ὀψιαίτατοι, Xen. Hell. 5, 4, 3; – ὀψίτερος hat Plut. Consol. od Apoll. p. 362; bei Poll. 1, 69 hat Bekker diese Form weggelassen; – ὀψιέστερος bei Theophr. ist zw.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui arrive trop tard, tardif;
Cp. ὀψίτερος, Sp. ὀψιαίτατος;
NT: ου (ὁ) le soir
ὀψέ.
Étymologie: ὀψέ.
Russian (Dvoretsky)
ὄψιος: (compar. ὀψιαίτερος и ὀψίτερος; superl. ὀψιαίτατος)
1 поздний (ἔαρ Arst.; ὀψίᾳ ἐν νυκτί Pind.; ὀψίας οὔσης τῆς ὥρας NT): περὶ δείλην ὀψίαν Thuc. поздно в сумерки;
2 поздно приходящий (οἱ ἀπὸ τῶν ἔργων ὀψιαίτατοι Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ὄψιος: -α, -ον, (ὀψὲ) ὁ συμβαίνων ἢ γινόμενος εἰς περασμένην ὥραν, ἀργά, ὄψιμος, ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ Πινδ. Ι. 4. 59 (3. 53)· ὅταν ἔαρ ὄψιον γένηται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 3, πρβλ. 9. 40, 59· ὄ. σῦκα, πυροί, κλ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2.8, 1., 8.4, 3, κτλ. (πρβλ. ὄψιμος)· ᾠὰ τὰ μὲν πρώια τὰ δ’ ὄψια Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 6· πρβλ. ὀψία. ΙΙ. Ἀττικ. συγκρ. ὀψιαίτερος, -α, -ον, ἀργότερος, ὁ ἀργότερα γιγνόμενος, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 10, κ. ἀλλ.· ὑπερθ. ὀψιαίτατος, η, ον, Ξενοφ. Ἑλλ. 5. 4, 3· - ἐντεῦθεν ὀψιαίτερον ὡς ἐπιρρ. συγκρ. τοῦ ὀψέ, Πλάτ. Κρατ. 433Α, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 1.11· ὑπερθ. ὀψιαίτατα, ἀντίθετον τῷ πρωιαίτατα, Πλάτ. Πρωτ. 326C, Ξεν. Ἑλλ. 4.5, 18, κλ.· εὑρίσκομεν ὡσαύτως συγκρ. ὀψιέστερος, ἐν ὀλίγοις τισὶ χωρίοις τοῦ Θεοφρ.· ἀλλ’ ἔν τισι τούτων τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσιν ὀψιαίτερος, ὁ δὲ Schneider ἀποκαθιστᾷ τὸν τύπον τοῦτον πανταχοῦ· οὕτω τὰ ὀψίτερον, ὀψίτατον, παρὰ Πλουτ. 2. 119C, Πολυδ. 1. 69, εἶναι πιθανῶς σφάλματα τῶν ἀντιγραφέων, ὡς τὰ πρωΐτερον, πρωΐτατα, (ἴδε ἐν λ. πρωΐ). Ἀλλ’ ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Βερολιν. Παπύρ. 759, 6 (a 125 p. c.) ὀψίτερον (= ὀψιαίτερον) τῆς ὥρας. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄψιοι· δειλινοί. ὕστεροι».
English (Slater)
ὄψιος late ὀψίᾳ ἐν νυκτί (τὸ πρὸς ἕω Σ.) (I. 4.35) Ἰλίου δὲ θῆκεν ἄφαρ ὀψιτέραν ἅλωσιν pr. (Pae. 6.82)
English (Strong)
from ὀψέ; late; feminine (as noun) afternoon (early eve) or nightfall (later eve): even(-ing, (-tide)).
{{Thayer
|txtha=ὀψία, ὀψιον (ὀψέ), late;
1. as an adjective (Pindar) Thucydides, Demosthenes, Aristotle, Theophrastus, others; (Lob. ad Phryn., p. 51 f)): ἡ ὥρα, T Tr marginal reading WH text ὀψέ, which see) (ὀψία ἐν νυκτί, Pindar Isthm. 4,59).
2. contrary to the usage of secular authors ἡ ὀψία as a substantive (namely, ὥρα (cf. Winer s Grammar, 591 f (550); Buttmann, 82 (71))), evening: i. e. either from our three to six [[o'clock p. m., T brackets WH reject the passage); הָעַרְבַּיִם בֵּין, between the two evenings, B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Day)). Besides only in Judith 13:1.
}}
Greek Monotonic
ὄψιος: -α, -ον (ὀψέ), αυτός που γίνεται σε περασμένη ώρα, αργός, όψιμος, Λατ. serus, σε Πίνδ.· Αττ. συγκρ. ὀψιαίτερος, -α, -ον, αργότερος· υπερθ. ὀψιαίτατος, ο πλέον πρόσφατος, σε Ξεν.· το ουδ. ὀψιαίτερον, ως επίρρ., συγκρ. του ὀψέ, σε Πλάτ.· υπερθ. ὀψιαίτατα, στον ίδ., Ξεν.
Middle Liddell
ὄψιος, η, ον [ὀψέ]
late, Lat. serus, Pind.: Attic comp. ὀψιαίτερος, η, ον, earlier; Sup. ὀψιαίτατος, η, ον, earliest, Xen.:—neut. ὀψιαίτερον as adv., comp. of ὀψέ, Plat.; Sup. ὀψιαίτατα Plat., Xen.
Chinese
原文音譯:Ôyioj 哦普西哦士
詞類次數:形容詞(15)
原文字根:預備
字義溯源:晚上,晚;源自(ὀψέ)=日暮);而 (ὀψέ)出自(ὀπίσω / τοὐπισω)=到後面), (ὀπίσω / τοὐπισω)出自(ὄπισθεν)=後頭), (ὄπισθεν)出自(ὀπή)X*=注意), (ὀπή)X出自(ὀπτάνομαι)*=注視)。比較: (ἑσπέρα)=黃昏
出現次數:總共(15);太(7);可(6);約(2)
譯字彙編:
1) 晚上(9) 太8:16; 太20:8; 太26:20; 太27:57; 可4:35; 可6:47; 可14:17; 可15:42; 約20:19;
2) 晚(5) 太14:15; 太14:23; 太16:2; 可1:32; 約6:16;
3) 晚了(1) 可11:11