πάντρητος

Revision as of 01:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ον,

   A all-pierced: αὐλοῦ πάντρητον the part of the flute in which the holes are, Plu.2.853e.

German (Pape)

[Seite 465] ganz durchbohrt, Plut. Ar. et Men. comp. 2, αὐλοῦ πάντρητον ἀνασπάσας, vielleicht ein Einsatzstück an der Flöte.

Greek (Liddell-Scott)

πάντρητος: -ον, ὅλως τετρημένος· αὐλοῦ πάντρητον φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ μέρος τοῦ αὐλοῦ ἔνθα αἱ ὀπαί, Πλούταρχ. 2. 853Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout percé de trous.
Étymologie: πᾶν, τιτραίνω.

Greek Monolingual

-ον, Α
διάτρητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + τρητός (< τετραίνω / τιτραίνω «τρυπώ»), πρβλ. πολύ-τρητος].

Russian (Dvoretsky)

πάντρητος: весь просверленный: αὐλοῦ πάντρητον Plut. просверленная часть флейты (на которой проделаны отверстия).