παρθενόσφαγος

Revision as of 01:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ον, π. ῥέεθρα streams

   A of a slaughtered maiden's blood, A.Ag.209 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 522] (σφάζω), von einem geopferten Mädchen, μιαίνων παρθενοσφάγοισι ῥείθροις πατρῴους χέρας, Aesch. Ag. 209.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενόσφᾰγος: -ον, π. ῥέεθρα, ῥεῖθρα ἐξ αἵματος σφαγείσης παρθένου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 209.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui provient du meurtre d’une jeune fille.
Étymologie: παρθένος, σφάζω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που προέρχεται από αίμα σφαγμένης παρθένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + -σφαγος (< θ. σφαγ- του σφάζω, πρβλ. ἐσφάγ-ην), πρβλ. ταυρό-σφαγος].

Greek Monotonic

παρθενόσφᾰγος: -ον (σφάζω), αυτός που προέρχεται από το αίμα θυσιασμένης παρθένου, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρθενόσφαγος -ον [παρθένος, σφάζω] van meisjesslachting:. παρθενοσφάγοισιν ῥείθροις met bloedstromen van het geslachte meisje Aeschl. Ag. 209.

Russian (Dvoretsky)

παρθενόσφᾰγος: пролившийся от заклания девы (ῥεῖθρα Aesch.).