πάρορνις

Revision as of 01:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ῑθος, ὁ, ἡ,

   A having ill omens, πόροι ill-omened voyages, A. Eu.770.

German (Pape)

[Seite 527] ιθος, wobei der Vogelflug ungünstig ist, unter ungünstigen Vorbedeutungen, ὁδοὺς ἀθύμους καὶ παρόρνιθας πόρους τιθέντες, Aesch. Eum. 740, d. i. unglückliche Fahrt.

Greek (Liddell-Scott)

πάρορνῐς: -ῑθος, ὁ, ἡ, τὸ ἔχων κακοὺς οἰωνούς, δυσοίωνος, ὁδοὺς ἀθύμους καὶ παρορνίθους πόρους Αἰσχύλ. Εὐμ. 770· ἴδε ἐν λέξ. ὅδιος.

French (Bailly abrégé)

ιθος (ὁ, ἡ)
de mauvais augure.
Étymologie: παρά, ὄρνις.

Greek Monolingual

-όρνιθος, ὁ, ἡ, Α
δυσοίωνος («ὁδοὺς ἀθύμους καὶ παρόρνιθας πόρους τιθέντες», Αισχύλ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὄρνις (πρβλ. δύσ-ορνις)].

Greek Monotonic

πάρορνῐς: -ῖθος, ὁ, ἡ, αυτός που λαμβάνει κακούς οιωνούς, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάρ-ορνις -ῑθος, als adj. met slechte voortekens.

Russian (Dvoretsky)

πάρορνις: ῑθος ὁ или ἡ происходящий под дурным предзнаменованием, несчастливый (πόροι Aesch.).