πεδόσε

Revision as of 01:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

Adv.,

   A = πέδονδε, E.Ba.136, 600 (both lyr.).

German (Pape)

[Seite 542] adv., = πέδονδε, Eur. Bacch. 137. 600.

Greek (Liddell-Scott)

πεδόσε: Ἐπίρρ. = τῷ πέδονδε, Εὐρ. Βάκχ. 137, 599.

Greek Monolingual

Α
(τοπ. επίρρ.) στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. οίκο-σε)].

Greek Monotonic

πεδόσε: επίρρ. = το προηγ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πεδόσε: adv. Eur. = πέδονδε.