πενταφυής

Revision as of 01:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ές,

   A of five-fold nature : five, ὄνυχες AP7.383 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 557] ές, von fünffacher Natur, ὄνυχες χερῶν, Philp. 67 (VII, 383), d. i. die fünf Nägel.

Greek (Liddell-Scott)

πεντᾰφυής: -ές, ὁ πενταπλοῦς τὴν φύσιν, πέντε, ὄνυχες Ἀνθ. Π. 7. 383.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
quintuple.
Étymologie: πέντε, φύω.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει πενταπλή φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. δι-φυής].

Greek Monotonic

πεντᾰφυής: -ές (φυή), με πενταπλάσια φύση, πενταπλός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πεντᾰφυής: пятерной, т. е. числом пять (ὄνυχες χερῶν Anth.).