φύση
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
German (Pape)
[Seite 1317] ἡ, ion. statt φῦσα.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ion. c. φῦσα.
Greek Monolingual
η / φύσις, -εως, ΝΜΑ
1. το σύνολο τών φυσικών ιδιοτήτων, η σύσταση ή η κατάσταση ενός πράγματος (α. «δεν το επιτρέπει η φύση της χώρας» β. «τέτοια είναι η φύση του πολιτεύματος» γ. «καί μοι φύσιν αὐοῦ [τοῦ φαρμάκου] ἔδειξεν», Ομ. Οδ.
δ. «ἡ φύσις τῆς χώρης», Ηρόδ.
ε. «αἱ φύσεις καὶ δυνάμεις τῶν πολιτειῶν», Iσοκρ.)
2. έμφυτη κλίση, χαρακτηριστικά γνωρίσματα (α. «είναι αδύνατη η ανθρώπινη φύση» β. «εὐγενὴς γὰρ ἡ φύσις κἀξ εὐγενῶν», Σοφ.
γ. «ἡ ἀνθρωπεία φύσις», Θουκ.)
3. η στοιχειώδης, η βαθύτερη ουσία τών πραγμάτων (α. «δεν κατάλαβε τη φύση του προβλήματος» β. «τὴν πρώτην οὐσίαν... ὑποβεβλημένην ἅπασι τοῖς γεννητοῖς καὶ φθαρτοῖς σώμασι», Γαλ.)
4. το περιβάλλον, ο κόσμος, το σύμπαν
5. τα γεννητικά όργανα
6. (η δοτ. του αρχ. τ. ως επίρρ.) φύσει
από φυσικού του (α. «είναι φύσει κακός» β. «πάντως γὰρ ἄνθρωπον φύσει τοιοῦτον εἰς τὰ πάντα ἡγεῖσθέ μ' εἶναι», Αριστοφ.)
7. φρ. α) «κατά φύσιν» — ό,τι συμβαίνει ή γίνεται σύμφωνα με τις φυσικές κλίσεις, τους φυσικούς νόμους
β) «παρά φύσιν» — αντίθετα προς τους φυσικούς νόμους, προς το συνηθισμένο για όλους τους ανθρώπους
γ) «εκ φύσεως» — από φυσικού του, από τη βαθύτερη ουσία της προσωπικότητάς του («προδότης εκ φύσεως»)
δ) «φύσει και θέσει» — σύμφωνα τόσο με τη φυσική πραγματικότητα όσο και σύμφωνα με κοινωνικούς ή άλλους θεσμούς
νεοελλ.
φρ. α) «νεκρή φύση»
ί) σύνολο άψυχων πραγμάτων
ii) ζωγραφικός πίνακας που παριστάνει ένα τέτοιο σύνολο
β) «φύσει μακρά συλλαβή»
γραμμ. συλλαβή που έχει μακρό φωνήεν ή δίφθογγο, σε αντιδιαστολή προς τη θέσει, που θεωρείται τέτοια λόγω της θέσης που κατέχει μέσα στη λέξη
μσν.-αρχ.
1. η δύναμη που δίνει την αρχή για τη γένεση, για τη δημιουργία («φύσιν βούλονται λέγειν γένεσιν τὴν περὶ τὰ πρῶτα», Πλάτ.)
2. είδος («ταύτην ἔχειν βιοτῆς φύσιν», Σοφ.)
αρχ.
1. φυή. ανάστημα, παράστημα («μορφῆς δ' οὐχ ὁμόστολος φύσις», Αισχύλ.)
2. φύλο («τῆς... ὑπαρχούσης φύσεως μὴ χείροσι γενέσθαι ὑμῖν μεγάλη ή δόξα», Θουκ.)
3. φρ. α) «πέτρου φύσιν» — η πέτρα (Σοφ.)
β) «ἡ φύσις αὐτοῦ» — αυτός
γ) «ἡ τοῦ δικαίου φύσις» — το δίκαιο
δ) «θνητὴ φύσις» — το ανθρώπινο γένος (Σοφ.)
ε) «πόντου εἰναλία φύσις» — τα θαλασσινά, τα ψάρια (Σοφ.)
στ) «θήλεια φύσις» — το γυναικείο φύλο (Ξεν.)
ζ) «φύσεις καρποφοροῦσαι» — τα φυτά (Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φύσις (< φυ-τις, με συριστικοποίηση του -τ- μπροστά από το -ι-) έχει σχηματιστεί από το θ. φῠ- του ρ. φύω, φύομαι και εμφανίζει βραχύ -ῠ-, αντί του αναμενόμενου -ῡ- (πρβλ. αρχ. ινδ. bhūti- «ευημερία», λιθουαν. būtis «ύπαρξη»), πιθ. αναλογικά προς άλλα θηλ. σε -σις, τα οποία εμφανίζουν βραχύ φωνήεν προερχόμενο από συνεσταλμένη βαθμίδα (πρβλ. βάσις, στάσις), βλ. και λ. φύω].
Russian (Dvoretsky)
φύση: (ῡ) ἡ ион. = φῦσα I.