πασσέληνος
Greek (Liddell-Scott)
πασσέληνος: -ον, ἀντὶ πανσ-, ὡς ὁ Βεκκῆρος γράφει παρ’ Ἀριστ.
Greek Monolingual
ή, Α
βλ. πανσέληνος.
Greek Monotonic
πασσέληνος: -ον = παν-σέληνος.
Russian (Dvoretsky)
πασσέληνος: Arst. = πανσέληνος I.
πασσέληνος: -ον, ἀντὶ πανσ-, ὡς ὁ Βεκκῆρος γράφει παρ’ Ἀριστ.
ή, Α
βλ. πανσέληνος.
πασσέληνος: -ον = παν-σέληνος.
πασσέληνος: Arst. = πανσέληνος I.