πανσέληνος
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
or πασσέληνος (Arist.APo.93a37 cod. A), ον, of the moon,
A at the full, ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα π. Th.7.50; κύκλος πανσέληνος = the moon's full orb, E.Ion1155; τὰς νύκτας τὰς πανσελήνες Arist.HA622b27.
2 ἡ πανσέληνος (sc. ὥρα) = the time of full moon, Hdt.2.47, 6.120, Ar.Ach.84; τὰν αὔριον πανσέληνον (s. v.l.) at tomorrow's full moon, S.OT1090 (lyr.): without the Art., πανσέληνος A.Th.389, And.1.38; ταῖς πανσελήνοις or ἐν ταῖς πανσελήνοις = at the seasons of full moon, Arist.HA544a20, 555a10, cf. Stoic.1.34; πανσέληνον, τό, Apollon.Mir.36.
II round as the full moon, χρυσίς Hermipp.37 (dub. l.).
German (Pape)
[Seite 462] vollmondlich; ἡ πανσέληνος, sc. ὥρα, die Zeit des Vollmondes, Ar. Ach. 84; Her. 2, 47. 6, 106. 120; Andoc. 1, 38 u. A.; ἡ πανσέληνος, der Vollmond, Aesch. Spt. 371; Soph. O. R. 1090; Plat. Epin. 990 b; κύκλος, Eur. Ion 1155; σελήνη, D. C. 40, 25; νύξ, Vollmondsnacht, Arist. H. A. 10, 38 u. Sp. Auch χρυσίς, ganz rund, Hermipp. b. Ath. XI, 502 e.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 de la pleine lune ; ἡ πανσέληνος (ὥρα) HDT le temps de la pleine lune;
2 qui est dans son plein ; σελήνη THC lune dans son plein, pleine lune ; ἡ πανσέληνος (σελήνη) ESCHL la pleine lune.
Étymologie: πᾶν, σελήνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανσέληνος -ον [πᾶς, σελήνη] van de volle maan, bij volle maan, vol:; κύκλος π. de cirkel van de volle maan Eur. Ion 1155; ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα πανσέληνος het was net volle maan Thuc. 7.50.4; subst.. ἡ πανσέληνος (sc. ὥρα) de volle maan.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνσέληνος:
I редко πασσέληνος 2 полнолунный, озаренный полной луной (νύξ Arst.): ὁ π. κύκλος Eur. и ἡ π. σελήνη Thuc. полная луна; τὰ ἐκλειπτικὰ πανσέληνα Plut. полное затмение луны.
πανσέληνος: II ἡ
1 (sc. ὥρα) полнолуние er. etc. тж. pl. Arst.;
2 (sc. σελήνη) полная луна Aesch., Plut.
Spanish
Greek Monolingual
-ο / πανσέληνος, -ον, Α και πασσέληνος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η πανσέληνος
αστρον. φάση της Σελήνης κατά την οποία αυτή φαίνεται από τη Γη σαν ένας τέλειος φωτεινός δίσκος και και η οποία συντελείται κάθε 29, 53 ημέρες όταν ο Ήλιος και η Σελήνη βρίσκονται σε αντίθετες διευθύνσεις, αλλ. πλησιφαής σελήνη, γεμάτο φεγγάρι
μσν.-αρχ.
(για τη σελήνη) αυτή που φωτίζεται ολόκληρη, πλησιφαής («ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα πανσέληνος», Θουκ.)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ο χρόνος κατά τον οποίο η σελήνη είναι ολόφωτη
2. στρογγυλός σαν τη σελήνη όταν είναι ολόφωτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -σέληνος (< σελήνη), πρβλ. ημισέληνος, πλησισέληνος].
Greek Monotonic
πανσέληνος: ή πασ-σέληνος, -ον (σελήνη)·
1. λέγεται για τη σελήνη όταν φαίνεται ολόκληρη, ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα πανσέληνος, σε Θουκ.· πανσέληνος κύκλος, ο πλήρης κύκλος της σελήνης, σε Ευρ.
2. ἡ πανσέληνος (ενν. ὥρα), η ώρα της πλήρους σελήνης, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· τὰν αὔριον πανσέληνον, στην επόμενη πανσέληνο, σε Σοφ.· χωρίς άρθρο, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πανσέληνος: ἢ πασσ- (ὡς ὁ Βεκκῆρ. ἐν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὑστ 2. 8, 6, κ. ἀλλ.), ον· - ἐπὶ τῆς σελήνης ὅταν φαίνηται πεφωτισμένη ὁλόκληρος, ἡ σελήνη ἐτύγχανεν οὖσα π. Θουκ. 7. 50· π. κύκλος, ὁ πλήρης κύκλος τῆς σελήνης, Εὐρ. Ἴων 1155· τὰς νύκτας τὰς π. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 38, 2. 2) ἡ πανσέληνος (ἐξυπακ. ὥρα), ὁ χρόνος τῆς πανσελήνου, Ἡρόδ. 2. 47., 6. 106, 120, Ἀριστοφ. Ἀχ. 84· τὰν αὔριον παν., κατὰ τὴν προσεχῆ πανσέληνον, Σοφ. Ο. Τ. 1090˙ ἢ ἀνάρθρως, πανσέληνος Αἰσχύλ. Θήβ. 389, Ἀνδοκ. 6. 13˙ ταῖς πανσελήνοις ἢ ἐν ταῖς π., κατὰ τὰς πανσελήνους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 12, 4 καὶ 23, 4˙ ὡσαύτως πανσέληνον, τό, Ἀπολλων. Ἱστ. Θαυμ. 36. ΙΙ. στρογγύλος ὡς ἡ πανσέληνος, χρυσίδ’ οἴνου πανσέληνον ἐκπιών ὑφείλετοἝρμιππος ἐν «Κέρκωψι» 2.
Middle Liddell
παν-σέληνος, ορ πασ-σέληνος, ον, σελήνη
1. of the moon, at the full, ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα π. Thuc.; π. κύκλος the moon's full orb, Eur.
2. ἡ πανσέληνος (sc. ὥρἀ the time of full moon, Hdt., Ar.; τὰν αὔριον π. at the next full moon, Soph.; without the Art., Aesch.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Lexicon Thucydideum
plena (luna), at full moon, 7.50.4.
Translations
full moon
Afrikaans: volmaan; Arabic: بَدْر; Egyptian Arabic: بدر; Gulf Arabic: بدر; Armenian: լիալուսին; Assyrian Neo-Aramaic: ܟܸܣܐܵܐ, ܒܲܕܪܝܼ, ܣܲܗܪܵܐ ܡܸܠܝܵܐ; Basque: ilargibete; Bengali: পূর্ণিমা রাত, শবে বদর; Berber Tashelhit: tamayyurt; Burmese: လပြည့်, ပုဏ္ဏမာ; Catalan: lluna plena, pleniluni; Cebuano: daktol; Chamorro: gualåfon; Chickasaw: hashi'at aloota, hashi'at lhibokta; Chinese Mandarin: 滿月/满月, 望月; Czech: úplněk; Danish: fuldmåne; Dutch: volle maan; Esperanto: plenluno; Estonian: täiskuu; Finnish: täysikuu; French: pleine lune; Galician: lúa chea; Georgian: სავსემთვარეობა, ბადრი; German: Vollmond; Greek: πανσέληνος; Ancient Greek: διχόμηνος, διχόμηνις, διχομηνιάς, διχομηνία, διχομηνίη, διχόμην, τῆς σελήνης ἀπόχυσις, πανσέληνος, πλήθουσα σελήνη, σελήνη πλήθουσα; Haitian Creole: plèn lin; Hebrew: ירח מלא; Hindi: बद्र, पूर्णँचन्द्र, पूर्णिमा, पूर्णमासी; Hungarian: holdtölte, telihold; Icelandic: fullt tungl; Ilocano: kabus; Indonesian: bulan purnama, badar; Irish: lánré, iomlán gealaí; Italian: luna piena, plenilunio, opposizione; Japanese: 満月, 望月; Korean: 보름, 보름달, 만월(滿月); Lakota: wímimá; Latgalian: pylnats; Latin: plenilunium; Latvian: pilnmēness, pilnacis; Lithuanian: pìlnatis; Low German: vullmaand; Malay: purnama; Maltese: qamar kwinta; Maori: rākaunui, marama hua; Mokilese: pwuhl mwuhn; Nahuatl: oyuahualiuhmetztli; Navajo: hanííbą́ą́z; Norwegian Bokmål: fullmåne; Nynorsk: fullmåne; Old English: full mōna; Palauan: orakiruu; Papiamentu: luna yen; Persian: بدر, پرماه; Pirahã: kahai'aíi 'ogiíso; Plautdietsch: Vollmon; Polish: pełnia; Portuguese: lua cheia, plenilúnio; Quechua: killapura; Romanian: lună plină; Russian: полнолуние, полная луна; Santali: ᱚᱛ ᱠᱩᱱᱟᱹᱢᱤ; Serbo-Croatian: puni mjesec; Slovak: spln; Slovene: polna luna, ščip; Spanish: plenilunio, luna llena; Swahili: mwezi mpevu; Swedish: fullmåne; Tagalog: kabilugan ng buwan; Thai: จันทร์เพ็ญ; Tocharian B: pälleᵤ; Turkish: dolunay, bedir; Urdu: بدر; Vietnamese: trăng tròn, trăng rằm; Volapük: fulamun; Welsh: lleuad lawn