πεπτηώς

Revision as of 02:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

   A v. πτήσσω.

German (Pape)

[Seite 560] ep. part. perf. II. zu πίπτω od. πτήσσω.

Greek (Liddell-Scott)

πεπτηώς: ἴδε πτήσσω.

French (Bailly abrégé)

part. pf. épq. de πίπτω;
part. pf. poét. de πτήσσω.

English (Autenrieth)

see πτήσσω.

Greek Monotonic

πεπτηώς: Επικ. αντί -ηκώς, μτχ. παρακ. από κοινού σε πτήσσω και πίπτω.

Russian (Dvoretsky)

πεπτηώς: I эп. part. pf. к πίπτω.
II эп. part. pf. к πτήσσω.