πίπτω

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίπτω Medium diacritics: πίπτω Low diacritics: πίπτω Capitals: ΠΙΠΤΩ
Transliteration A: píptō Transliteration B: piptō Transliteration C: pipto Beta Code: pi/ptw

English (LSJ)

Aeol. πίσσω, acc. to Gramm. in Hilgard
A Exc. ex libris Herodiani p.28 (cf. Hdn.Gr.2.377 note); poet. subj. πίπτῃσι Pl.Com. 153.5: Ep. impf. πῖπτον Il.8.67, etc. (for the quantity of ι cf. Hdn. Gr.2.10); Ion. πίπτεσκον (συμ-) Emp.59.2: fut. πεσοῦμαι A.Ch.971 (lyr.), etc.; Ion.3pl. πεσέονται Il.11.824, 3sg. πεσέεται Hdt.7.163, 168: aor. ἔπεσον, inf. πεσεῖν, Il.13.178, etc.; 2sg. opt. πεσοίης Polem.Call. 10.14; Aeol. and Dor. ἔπετον Alc.60, Pi.O.7.69, P.5.50, (κάπετον) O.8.38, (ἐμπίπτω) P.8.81, cf. Isyll.8, IG14.642 (Thurii); in later writers ἔπεσα, Orph.A.521, LXX Le.9.24, al., f.l. in E.Tr.291 (προς-): pf. πέπτωκα A.Eu.147, Ar.Ra.970, etc.; Ep. part. πεπτεώς, εῶτος (the εω forming one syllable by synizesis), Il.21.503, etc.; also πεπτηώς, ηυῖα, Od.14.354, Simon.183.7, Hp.Mul.1.69, A.R.4.1298, AP7.427 (Antip. Sid.), cf. πτήσσω; Trag. part. πεπτώς S.Aj.828, Ant.697. (Redupl. from πετ-, which appears in Aeol. and Dor. aor. ἔπετον (v. supr.), and the poet. form πίτ-νω; cogn. with πέτομαι, q.v.)
A Radical sense, fall down, and (when intentional) cast oneself down, πρηνέα πεσεῖν, ὕπτιος πέσεν, Il.6.307, 15.435, etc.; νιφάδες… π. θαμειαί 12.278; ὀπίσω πέσεν Od.12.410; etc.:—Constr., with Preps., in Hom. almost always ἐν... ἐν κονίῃσι π. fall in the dust, i.e. to rise no more, Il.11.425, cf. 13.205; ἐν αἵματι καὶ κονίῃσι πεπτεῶτας Od.22.384; πίπτω ἐν ἀγκοίνῃσί τινος fall into his arms, Hes.Fr.142.5; ἐν χθονὶ πεπτηώς Simon.l.c. (cf. πτήσσω) πίπτω ἐν δεμνίοις E.Or.35, cf. A.Pers.125 (lyr.) (v. infr. B. 1): rare in Prose, πίπτω ἐν ποταμῷ X.Ages.1.32: c. dat. only, πεδίῳ πέσε Il.5.82; δεμνίοις π. E.Or.88 (s. v.l.); πίπτω ἐπὶ χθονί Od.24.535; οὐδέ οἱ ὕπνος πῖπτεν ἐπὶ βλεφάροις Hes.Fr.188.4; ἐπὶ γᾷ S.Ant.134 (lyr.); πρὸς πέδῳ E.Ba. 605; πρὸς ἀγκάλαις Id.Ion962; ἀμφὶ σώμασίν τινων A.Ag.326: with a Prep. of motion first in Hes., Πληϊάδες π. ἐς πόντον Op.620; [ποταμὸς] εἰς ἅλα Th.791; εἰς ἄντλον E.Hec.1025 (lyr.); ἐπὶ γᾶν π. αἷμα A.Ag. 1019 (lyr.); ἐπὶ στόμα X.Cyn.10.13; πρὸς οὖδας E.Hec.405.
2 in Hom. with Advs. of motion as well as of rest, χαμάδις π. Il.7.16, 15.714, etc.; χαμαὶ π. 4.482, cf. 14.418, etc.; π. ἔραζε 12.156, cf. Od.22.280.
3 with Preps. denoting the point from which one falls, ἀπ' ὤμων χαμαὶ πέσε Il.16.803; ἀπ' οὐρανοῦ A.Fr.44.3; ἀπό τινος ὄνου Pl. Lg.701d; ἐκ χειρῶν π. ἡνία Il.5.583; πίπτω ἐκ νηός Od.12.417; πεσὼν ἐκ νηὸς ἀποφθίμην ἐνὶ πόντῳ 10.51.
4 Geom., of perpendiculars or parts of applied figures, πίπτω ἐπί τι fall upon, Euc.3.11, Archim.Fluit. 2.8, al., Apollon.Perg.Con.1.2; but πίπτω ἐπί τι, πίπτω ποτί τι, intersect, meet, Archim.Con.Sph.16, Spir.15; πίπτω διά τινος pass through, Id.Con.Sph. 17; πίπτω κατά τινος Id.Sph.Cyl.1 Def.2; ἐπί τι κατά τινα Apollon.Perg. Con.1.2.
B Special usages:
I πίπτειν ἔν τισι fall violently upon, attack, ἐνὶ νήεσσι πέσωμεν Il.13.742 (but ἐν νήεσσι πεσόντες tumbling into the ships, 2.175); ἐν βουσὶ π. S.Aj.375 (lyr.); Ἔρως, ὃς ἐν κτήμασι π. Id.Ant.782(lyr.); ἐπ' ἀλλήλοισι, of combatants, Hes.Sc.379, cf. 375; πρὸς μῆλα καὶ ποίμνας S.Aj.1061; πρὸς πύλαις A.Th.462.
2 throw oneself down, fall down, πρὸς βρέτη θεῶν ib.185; ἀμφὶ σὸν γόνυ E.Hec.787; ἐς γόνατα = on one's knees, of a wrestler, Simon.156; ἐς τὸν ὦμον Ar.Eq.571.
II fall in battle, πῖπτε δὲ λαός Il.8.67, etc.; οἱ πεπτωκότες = the fallen, X.Cyr.1.4.24; νέκυες πίπτοντες Il.10.200; νεκροὶ περὶ νεκροῖς πεπτωκότες E.Ph.881; πεσήματα… πέπτωκε δοριπετῆ νεκρῶν Id.Andr.653; πίπτω ὑπὸ Ἀθηναίων Hdt.9.67; ὡς… θάμνοι πρόρριζοι πίπτουσι... ὣς ἄρ' ὑπ' Ἀτρεΐδῃ πῖπτε κάρηνα Τρώων Il.11.157, cf. 500, etc.; τὸ Περσῶν ἄνθος οἴχεται πεσόν A.Pers.252.
2 fall, be ruined, δόμον δοκοῦντα κάρτα νῦν πεπτωκέναι Id.Ch.263, cf. Pl.Phlb.22 e; πεσεῖν… πτώματ' οὐκ ἀνασχετά A.Pr.919, cf. Pl.La.181b; στάντες τ' ἐς ὀρθὸν καὶ πεσόντες ὕστερον S.OT50; ἀβουλίᾳ, ἐξ ἀβουλίας π., Id.El.429, 398; ἀπὸ σμικροῦ κακοῦ Id.Aj.1078; of an army, μεγάλα πεσόντα πρήγματα ὑπὸ ἡσσόνων Hdt.7.18, cf. Th.2.89; ὁ Ξέρξεω στρατὸς αὐτὸς ὑπ' ἑωυτοῦ ἔπιπτε Hdt.8.16; of a city, π. δορί E.Hec. 5.
3 fall, sink, ἄνεμος πέσε the wind fell, Od.19.202 (but in Hes. Op.547, Βορέαο πεσόντος is used for ἐμπεσόντος, falling on, blowing on one): metaph, πέπτωκεν κομπάσματα A.Th.794, cf. S.Ant.474: c. dat., ταῖς ἐλπίσι πεσεῖν fail in one's hopes, Plb.1.87.1.
4 fall short, fail, Pl.Phd.100e; of a playwright, fail, Ar.Eq.540.
III πίπτειν ἔκ τινος fall out of, lose a thing, unintentionally, σοι ἐκ θυμοῦ πεσέειν fall out of, lose thy favour, Il.23.595; ἐξ ἐλπίδων π. E.Fr.420.5; τοὔμπαλιν π. φρενῶν Id.Hipp.390; also of set purpose, ἐξ ἀρκύων π. escape from... A.Eu.147; ἔξω τῶν κακῶν Ar.Ra.970.
2 reversely, πολλὴν ἐς κακότητα π. Thgn.42; εἰς ἄτην Sol.13.68; εἰς δουλοσύνην Id.9.4; ἐς δάκρυα Hdt.6.21; ἐς νόσον A.Pr.478; εἰς ἔρον, ἔριν, ὀργήν, φόβον, ἀνάγκας, E.IT1172, Fr.578.8, Or.696, Ph.69, Th.3.82; also ἐν γυιοπέδαις π. Pi.P.2.41; ἐν μέσοις ἀρκυστάτοις S.El.1476; ἐν φόβῳ E.Or.1418 (lyr.); ἐν σολοικισμῷ Luc.Sol.3; πρὸς τόλμαν S.Ichn. 11: c. dat. only, π. δυσπραξίαις Id.Aj.759; αἰσχύνῃ Id.Tr.597, etc.; οὐκ ἔχω ποῖ γνώμης πέσω I know not which way to turn, ib.705.
3 εἰς ὕπνον πίπτω = fall asleep, Id.Ph.826; but ἐν ὕπνῳ Pi.I.4(3).23; simply ὕπνῳ, A.Eu.68.
4 πίπτω εἰς (ἰατρικὴν) χρῆσιν to be applied to (medicinal) use, Dsc.5.19,151,al.
5 πίπτω ὑπ' αἴσθησιν to be accessible to perception, Iamb.Comm.Math.8, in Nic.p.7 P.
IV πίπτειν μετὰ ποσσὶ γυναικός to fall between her feet, i.e. to be born, Il.19.110.
V of the dice, τὰ δεσποτῶν εὖ πεσόντα θήσομαι I shall count my master's lucky throws my own, A.Ag.32; ἀεὶ γὰρ εὖ πίπτουσιν οἱ Διὸς κύβοι S. Fr.895; ὥσπερ οἱ κύβοι· οὐ ταὔτ' ἀεὶ πίπτουσιν Alex.34; ὥσπερ ἐν πτώσει κύβων πρὸς τὰ πεπτωκότα τίθεσθαι τὰ πράγματα according to the throws, Pl.R.604c; ὄνασθαι πρὸς τὰ νῦν π. E.Hipp.718; πρὸς τὸ πῖπτον = as matters fall out, Id.El.639; of tossing up with oystershells, κἂν μὲν πίπτῃσι τὰ λεύκ' ἐπάνω Pl.Com.153.5; of lots, ὁ κλῆρος πίπτει τινί or παρά τινα, Pl.R.619e, 617e; ἐπί τινα Act.Ap.1.26: Astrol., π. καλῶς ὁ οἰκοδεσπότης Vett. Val.7.15.
2 generally, fall, turn out, εὖ πίπτειν to be lucky, E.Or.603; παρὰ γνώμαν π. Pi.O.12.10; of a battle, καραδοκήσοντα τὴν μάχην τῇ πεσέεται to wait and see how it would fall, Hdt.7.163, cf. 8.130; λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ π. turn out true, Pi.O.7.69; συμφοραὶ παντοῖαι πίπτουσαι παντοίως Pl.Lg.709a.
3 fall to one, i.e. to his lot, especially of revenues, accrue, τῷ δήμῳ πρόσοδος ἔπιπτε Plb.30.31.7; φησιν… ἑξακισχίλια τάλαντα τοῖς Λακεδαιμονίοις πεσεῖν Id.2.62.1; τὴν πεπτωκότα (sic) μοι οἰκίαν BGU251.12 (ii A. D.); τὰ πίπτοντα διάφορα ἐκ τῶν μυστηρίων IG5(1).1390.45 (Andania, i B. C.); τὸ πεσὸν ἀπὸ τῆς τιμῆς ἀργύριον D.H.20.17; to be paid, τῶν εἰς Καίσαρα πίπτειν ὀφειλόντων ἐξεταστής Str.17.1.12; τὰ πεπτωκότα εἰς τὸ… ἱερόν PEleph.10.2 (iii B. C.); π. ἐπὶ τράπεζαν PCair.Zen.236.7 (iii B. C.), PLond.3.1200.1 (ii B. C.); μὴ πιπτόντων τῶν τόκων BMus.Inscr.1032.40 (Teos); πέπτωκεν ἁλικῆς διά τινοςOstr.Bodl.i3 (iii B. C.) (but τὰ ἀπὸ τῶν προσόδων πίπτοντα deficiencies, IPE12.32B75 (Olbia)).
VI fall, of a date or period of time, π. κατὰ τὴν ρκθ' Ὀλυμπιάδα Plb.1.5.1; οἱ χρόνοι οἱ πίπτοντες ὑπὸ τὴν ἡμετέραν ἱστορίαν Id.4.2.2.
VII fall under, belong to a class, εἰς γένη ταῦτα Arist.Metaph.1005a2, al.; ἐπὶ τὴν αὐτὴν ἐπιστήμην ib.982b8; ὑπὸ τὴν αὐτὴν μέθοδον Id.Top.102a37, cf. 151a15; ὑπὸ τέχνην οὐδεμίαν Id.EN1104a8; ἔξω τῶν διῃρημένων γενῶν Id.PA681b1; τὸ μακάριον ἐνταῦθα πεπτωκέναι Epicur.Ep.1p.28U.; ὅσα πέπτωκεν ὑπὸ τὴν… ἱστορίαν Plb.2.14.7.

German (Pape)

[Seite 618] (πετ, s. πίτνω u. vgl. μίμνω, γίγνομαι), fut. πεσοῦμαι, ion. πεσέομαι, aor. ἔπεσον, πεσεῖν, u. dor. ἔπετον, wie Pind. πετοῖσαι, Ol. 7, 69, ἐν πετόντεσσιν ἁνιόχοις, P. 5, 50, sonst hat er aber u. öfter ἔπεσον, perf. πέπτωκα, dessen partic. sync. bei Hom. πεπτεώς, πεπτεῶτος (zwei- u. dreisylbig zu sprechen), Il. 21, 503 Od. 22, 384, att. πεπτώς (vgl. πτήσσω). Den Gebrauch des aor. I. ἔπεσα, den Einige, wie Wüstem. Eur. Alc. 477, Osann über Soph. Ai. p. 52 ff. auch den Tragg. gestatten, erklärt Herm. zu Eur. Alc. 477 für barbarisch, vgl. Mein. Men. p. 414; Lob. Phryn. p. 724; – 1) fallen, niederfallen, stürzen, auch so, daß die bestimmte Absicht des subj. ausgedrückt wird, sich werfen; βέλεα ἐτώσια πίπτει ἔραζε, Il. 17, 633; oft von den in der Schlacht Getödteten, πῖπτε δὲ λαός, 8, 67, ὅςτε ἑῆς πρόσθεν πόλιος λαῶν τε πέσῃσιν, Od. 8, 524; πίπτειν ὑπό τινος, Her. 9, 63; νιφάδες δ' ὡς πῖπτον ἔραζε, Il. 12, 156; ἐξ ἵππων χαμάδις πέσε, 7, 16; auch χαμαὶ πέσεν, 4, 482 u. oft; θνήσκοντες πίπτουσιν, 1, 243; u. abweichend vom Deutschen, πέσεν ἐν κονίῃσιν, 13, 205 u. oft, er fiel in den Sand, wobei man zu denken hat »und blieb darin liegen«; vgl. πέσεν ἐν ὕπνῳ, Pind. I. 3, 41; auch ἐν γυιοπέδαις πεσών, P. 2, 41; auch übh. hineingeraten in Etwas, ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν, I. 7, 6 (wofür die Folgdn gew. εἴς τι sagen, s. unten); ἐν ἀρκυστάτοις, Soph. El. 1469, wie auch πεδίῳ πίπτειν, zu Boden stürzen und liegen bleiben, Il. 5, 82; vgl. πέδῳ πεσών, Aesch. Ch. 47; Eum. 457; Soph. El. 737; ἐπὶ χθονί, Od. 24, 535; ἐπὶ γᾷ πέσε, Soph. Ant. 134, wie vom Schlafe, ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτεν, Od. 2, 398; Hes. frg. 47, 7, der auch πίπτειν εἴς τι vrbdt, O. 622 Th. 971. 873; vgl. Aesch. Spt. 385 Pers. 498; ἐπὶ γᾶν, Ag. 990, πρὸς οὖδας, Eur. Hec. 405, πρὸς πέδῳ, Bacch. 605. – Bes. ist πίπτειν ἔν τινι sich mit Gewalt auf Etwas werfen, stürzen, ἐνὶ νήεσσι πέσωμεν, wir wollen einen Angriff auf die Schiffe machen, uns auf sie stürzen, Il. 13, 742, ἐν βουσὶ πεσών, Soph. Ai. 367, vgl. ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις Ant. 778, so auch von Kämpfenden, ἐπ' ἀλλήλοισιν, auf einander stürzen, Hes. Sc. 879, πρὸς μῆλα, Soph. Ai. 1040. ἀμφὶ σὸν πίπτω γόνυ, Eur. Hec.. 787; u. bes. εἰς γόνατα, auf die Kniee fallen, Xen. Cyr. 1, 4, 8 u. A., – ὅς κεν ἐπ' ἤματι τῷδε πέσῃ μετὰ ποσσὶ γυναικός, Il. 19, 110, ist derselbe Ausdruck für »geboren werden«, den wir nur von Tieren gebrauchen: fallen, geworfen werden. – Hom. auch vom Fallen der abgemähten Aehren, Il. 11, 69. 18, 552, u. abgehauener Bäume, 23, 120, so vom Abfallen der Frucht, καρπὸς χαμάδις πεσών, Aesch. Spt. 340; u. übtr., τὸ Περσῶν δ' ἄνθος οἴχεται πεσόν, Pers. 248; πόλις, Soph. Ai. 1062; ἢσεσώσμεθα ἢ πίπτομεν, Tr. 84; vgl. Eur. Hec. 11, wie ἡ πόλις οὐκ ἂν ἔπεσε τὸ τοιοῦτον πτῶμα Plat. Lach. 181 b; – εἴς τι, in Etwas hineingeraten, ohne daß man es weiß oder will, ἐς νόσον, in eine Krankheit verfallen, Aesch. Prom. 472, ἐς τοσοῦτον αἰκίας, Soph. O. C. 753, ἐς κακόν, Ant. 240. 1014; εἰς ὕπνον, Phil. 815, womit man noch vergleichen kann οὐκ ἔχω τάλαινα, ποῖ γνώμης πέσω, Tr. 702, wohin ich geraten soll; εἰς ἄταν, Eur. I. A. 137; εἰς ἀηθίαν, Hel. 419; auch εἰς ἔρον τοῦ μαθεῖν, I. T. 1172; εἰς ἀνανδρίαν, El. 982; εἰς ὀργήν, Or. 695; εἰς εὐνὴν καὶ γαμήλιον λέχος, Ar. Th. 1122; εἰς ξυμφοράν, Plat. Rep. III, 399 b; εἰς ἐξουσίαν τινός, Pol. 3, 4, 12; – πίπτειν ἔκ τινος, herausfallen, -geraten aus Etwas, ohne daß man es weiß oder will, ἐκ θυμοῦ πίπτειν τινί, Jemandem aus dem Herzen fallen, d. i. um seine Gunst oder Liebe kommen, Il. 23, 595; doch auch mit Vorsatz u. freiem Willen, Od. 10, 51; ἐξ ἀρκύων πέπτωκεν, ist aus dem Netz herausgenommen, Aesch. Eum. 142; vgl. πίπτειν ἔξω τῶν κακῶν, Ar. Ran. 968. – 2) fallen, sich legen, sinken, an Kraft verlieren, nachlassen, schwächer werden; ἄνεμος πέσε, der Wind legte sich, Od. 19, 202; Βορέαο πεσόντος, 14, 475 (aber Hes. O. 549 ist Βορέαο πεσόντος »wenn der Boreas daherstürmt«); dah. übtr., πέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα, Aesch. Spt. 776; ἴσθι τοι τὰ σκλήρ' ἄγαν φρονήματα πίπτειν μάλιστα, Soph. Ant. 470; übtr., ταῖς ἐλπίσι πεσεῖν, in seinen Hoffnungen nachlassen, seine Hoffnungen sinken lassen, Pol. 1, 87, 1. – Auch von besiegten Heeren, unterliegen, ὑπ' ἐλασσόνων, Thuc. u. A., wie Her. 7. 18, μεγάλα πεσόντα πρήγματα ὑπὸ ἡσσόνων; auch ὑπὸ Ῥωμαίοις ἔπεσε, Strab. 7, 7, 8; u. übh. zusammenfallen, -stürzen, -sinken, untergehen, δόμον δοκοῦντα πεπτωκέναι, Aesch. Ch. 261, übtr. ἔμοιγε δοκεῖ ἡδονή σοι πεπτωκέναι, Plat. Phil. 22 e. – Auch = durchfallen, mißlingen, τὰ πεπτωκότα, das Mißlungene, auch vom Dichter, dessen Stück durchfällt, Ar. Equ. 538. – 3) vom Fallen der Würfel; ἀεὶ γὰρ εὖ πίπτουσιν οἱ Διὸς κύβοι, Soph. frg.; vgl. Pflugk zu Eur. Hel. 1082; u. übtr., κἀξ ἀγεννήτων ἄρα μῦθοι καλῶς πίπ τουσιν, Soph. Tr. 62, vgl. Ai. 612; so auch Eur. τὰ μὲν εὖ, τὰ δ' οὐ καλῶς πίπτοντα δέρκομαι βροτῶν, El. 1101; u. vom Loose, ὁ κλῆρος αὐτῷ τῆς αἱρέσεως μἡ ἐν τελευταίαις πίπτοι, Plat. Rep. X, 619 e, vgl. 617 e. Übh. vom Zufall oder Schicksal, ausfallen, einen Ausgang nehmen, Her. 7, 163. 168. 8, 180; ξυμφοραὶ παντοῖαι πίπτουσαι, Plat. Legg. IV, 709 a; πρὸς τὰ πεπτωκότα τίθεσθαι τὰ αὑτοῦ πράγματα, nach den zufälligen Begebnissen, Rep. X, 604 c. – Daher auch zusammenfallen, der Zeit nach zusammentreffen, οἱ χρόνοι οἱ πίπτοντες ὑπὸ τὴν ἡμετέραν ἱστορίαν, Pol. 4, 2, 2, u. ὅσα πέπτωκεν ὑπὸ τὴν ἡμ. ἱστ., 2, 4, 7, was in unsere Geschichte fällt, wie πίπτει εἰς τοὺς ἡμετέρους χρόνους, es fällt in unsere Zeit, vgl. 1, 5, 1, 4, 14, 9; auch οὐδ' ὑπὸ λόγον, πίπτει ἡ ἀδικία, fällt nicht der Berechnung anheim, man kann davon keine Rechenschaft geben, 4, 13, 11; ἑκατὸν καὶ εἴκοσι τάλαντα πρόσοδος ἔπιπτε τῷ δήμῳ, fielen dem Volke als Einkünfte zu, 31, 7, 7; so auch πίπτει τὰ τέλη, die Abgaben kommen ein, sind fällig, Strab.; εἴς τινα, Einem zukommen, S. Emp. adv. log. 1, 275 adv. gramm. 85, bes. aber ὑπό τι, z. B. τὴν αὐτὴν ἀπορίαν, ζήτησιν, adv. phys. 1, 356 log. 2, 347. – [Ι ist in πίπτω schon von Natur lang, Drac. p. 73, 18. 79, 21; vgl. Herm. Eur. Herc. F. 1371.]

French (Bailly abrégé)

f. πεσοῦμαι, ao.2 ἔπεσον, pf. πέπτωκα;
tomber :
A. avec un n. de pers. pour suj.
I. faire une chute :
1 avec idée d'une chute involontaire πέσε πρηνής IL il tomba en avant ; πέσεν ὕπτιος IL, OD il tomba à la renverse ; πίπτειν ἐν κονίῃσιν IL tomber dans la poussière (et y rester couché) ; en prose, πίπτειν ἐν ποταμῷ XÉN tomber dans un fleuve ; ἐπὶ χθονί OD, ἐπὶ γᾷ SOPH tomber à terre ; avec le dat. πίπτειν πεδίῳ IL tomber dans la plaine ; πέδῳ ESCHL tomber à terre ; fig. χαμαὶ πίπτειν, tomber à terre, càd être vain, inutile en parl. de paroles ; avec un rég. de mouv. πίπτειν ἐπὶ γᾶν ESCHL tomber à terre ; πρὸς οὖδας EUR tomber contre le sol;
2 avec idée d'une chute volontaire se précipiter, se jeter : ἠὲ πεσὼν ἐκ νηὸς ἀποφθίμην ἐνὶ πόντῳ OD (je délibérai) si je me précipiterais du navire et périrais dans la mer ; particul. avec idée d'hostilité tomber sur, fondre sur : ἐνὶ νήεσσι, IL, sur les vaisseaux ; ἐν βουσί SOPH, πρὸς μῆλα καὶ ποίμνας SOPH sur des bœufs, sur des moutons et des bergeries ; περὶ ξίφει SOPH se précipiter sur son épée ; sans idée d'hostilité tomber sur les genoux, se jeter aux pieds de qqn : πρὸς βρέτη θεῶν ESCHL devant les statues des dieux ; ἀμφὶ γόνυ τινός EUR en embrassant les genoux de qqn ; ttf. πίπτειν εἰς γόνατα, tomber à genoux;
II. particul. tomber mort, succomber ; οἱ πεπτωκότες XÉN ceux qui sont tombés ; πίπτειν δορί EUR tomber frappé par une lance ; ὑπό τινος tomber par les mains de qqn, tomber ou être tué par qqn ; en parl. de choses (épis fauchés, arbres, branches, fleurs, fruits qui tombent, etc.) ; en parl. d'un poète échouer avec sa pièce;
III. tomber, càd faire une faute, se tromper, manquer;
IV. fig. tomber dans, càd en arriver à ; en mauv. part ἐς κακόν, εἰς κακά, εἰς ξυμφοράν, etc. ATT dans le malheur ; avec le dat. πίπτειν δυσπραξίαις SOPH, αἰσχύνῃ SOPH tomber dans le malheur, dans la honte ; en b. part εἰς ἔρον τοῦ μαθεῖν EUR en venir à désirer passionnément apprendre ; εἰς ὕπνον SOPH, ὕπνῳ ESCHL tomber dans le sommeil ; avec un gén. πίπτειν φρενῶν EUR perdre la raison;
B. p. anal. avec un n. de chose pour suj.
1 en parl. du vent tomber, s'apaiser, cesser, faiblir;
2 en parl. des dés ἀεὶ εὖ πίπτουσιν οἱ Διὸς κύβοι SOPH les dés de Zeus tombent toujours bien ; ὁ παρά τινα πίπτων κλῆρος, ou τινι πίπτων PLAT le sort qui échoit à qqn ; τὰ πεπτωκότα ce qui est tombé, le dé, d'où fig. ce qui échoit comme lot à qqn, sort, destinée, événement ; p. suite en gén. échoir, arriver inopinément, se produire : εὖ, καλῶς πίπτειν EUR avoir une heureuse issue, se terminer bien, réussir ; ᾗ πεσέεται ἡ μάχη HDT comment la bataille tournera, se terminera;
3 en parl. d'argent qui échoit à qqn, d'échéances, de revenus;
4 en parl. d'événements qui tombent à une époque déterminée.
Étymologie: R. Πετ, tomber, > avec redoubl. *πιπέτω > πίπτω ; cf. γίγνομαι p. *γιγένομαι, μίμνω p. *μιμένω, etc. ; cf. πίτνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πίπτω [~ πέτομαι] ook praes. πίτνω (zie daar); ep. imperf. πῖπτον; aor. ἔπεσον, ep. πέσον Dor. en Aeol. ἔπετον, later ἔπεσα, ptc. πεσών, inf. πεσεῖν, ep. πεσέειν; perf. πέπτωκα, ptc. πεπτωκώς en πεπτώς -ῶτος, ep. πεπτηώς en πεπτεώς met vormen op πεπτηότ-, πεπτηῶτ- en πεπτεῶτ -, f. πεπτηυῖα, inf. πεπτωκέναι; fut. πεσοῦμαι, ep. en Ion. πεσέομαι, 3 sing. πεσέεται, 3 plur. πεσέονται later ook πέσομαι, vallen (meestal onopzettelijk, maar zie 7) vallen, neervallen:; ὥς τε νιφάδες χιόνος πίπτωσι θαμειαί zoals de sneeuwvlokken in groten getale vallen Il. 12.278; τῆλε δ’ ἀπὸ σχεδίης αὐτὸς πέσε zelf viel hij ver van zijn vlot Od. 5.315; met prep..; βλεφάρων ἄπο δάκρυα πίπτει tranen vallen van haar oogleden Od. 14.129; εἰς ἅλα πίπτει (een zijarm van Oceanus) mondt uit in zee Hes. Th. 791; εἰς ἄντλον πεσών in het kielwater gevallen Eur. Hec. 1025; ἐκ δ’ ἄρα χειρῶν ἡνία... πέσον de teugels vielen uit zijn handen Il. 5.583; ὕπτιος ἐν κονίῃσι... χαμάδις πέσε hij viel achterover op de grond in het stof Il. 15.435; ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτεν slaap viel over haar oogleden Od. 2.398; ἐπὶ γᾶν πέσον ter aarde gevallen Aeschl. Ag. 1018; πρὸς πέδῳ πεπτώκατε; zijn jullie op de grond gevallen? Eur. Ba. 605; βούλῃ πεσεῖν πρὸς οὖδας; wil jij op de grond belanden? Eur. Hec. 405; ὑπὸ δ’ ἄξοσι φῶτες ἔπιπτον mannen vielen onder de wagenassen Il. 16.378; met adv..; χαμαί ter aarde Il. 4.482; πέδοι op de grond Aeschl. Ch. 48; ὅς κεν ἐπ’ ἤματι τῷδε πέσῃ μετὰ ποσσὶ γυναικός wie op deze dag tussen de benen van een vrouw gevallen is (d.w.z geboren is) Il. 19.110; overdr.. χοὖτος... ἀντήρκει, τοτὲ μὲν πίπτων, τοτὲ δ’ οὐχί en hij handhaafde zich, met vallen en opstaan Aristoph. Eq. 540. vallen, sneuvelen, gedood worden:; πίπτε δὲ λαός het krijgsvolk sneuvelde Il. 8.67; ptc. subst..; οἱ πεπτωκότες de gevallenen Xen. Cyr. 1.4.24; met ὑπό + gen..; οἱ πρῶτοι καὶ ἄριστοι ἐνθαῦτα ἔπεσον ὑπ’ Ἀθηναίων de voornaamsten en besten sneuvelden daar door de hand van de Atheners Hdt. 9.67; met ὑπό + dat..; ὑπ’... Ἀγαμέμνονι πίπτε κάρηνα Τρώων onder het geweld van Agamemnon vielen de Trojanen Il. 11.157; overwonnen worden; met ὑπό + gen..; πολλά δὲ καὶ στρατόπεδα ἤδη ἔπεσεν ὑπὸ ἐλασσόνων τῇ ἀπειρίᾳ vele legers zijn al door onervarenheid verslagen door een minderheid Thuc. 2.89.7; overdr.. ἔμοιγε δοκεῖ νῦν μὲν ἡδονή... πεπτωκέναι het lijkt mij dat nu het genot het onderspit heeft gedolven Plat. Phlb. 22e. vallen, omvallen, instorten:; δορὶ πεσεῖν Ἑλληνικῷ door de Griekse speer verwoest worden Eur. Hec. 5; πίπτοντα οἰκοδομήματα instortende gebouwen Aristot. Pol. 1321b20; overdr. ten val komen:; πέπτωκεν... κομπάσματα het is afgelopen met de opschepperij Aeschl. Sept. 794; meestal van pers.. ἀβουλίᾳ πεσεῖν door onberadenheid ten val komen Soph. El. 429; πεσεῖν ἀπὸ σμικροῦ κακοῦ door een klein ongeluk ten val komen Soph. Ai. 1078. wegvallen:. ἄνεμος πέσε de wind viel weg Od. 19.202; σοι... ἐκ θυμοῦ πεσέειν bij u uit de gratie raken Il. 23.595; ἐξ ἀρκύων πέπτωκεν hij is uit de netten ontsnapt Aeschl. Eum. 147; πέπτωκεν ἔξω τῶν κακῶν hij is uit de problemen Aristoph. Ran. 970; τὰ μέλλοντ’ εὖ λέγεσθαι μὴ πέσῃ φαύλως χαμᾶζ (ε) zorg dat wat er aan goeds gezegd gaat worden, niet zomaar in het niet valt Aristoph. Ve. 1012. vallen in, terechtkomen in (een situatie); met dat..; ὕπνῳ πεσοῦσαι in slaap gevallen Aeschl. Eum. 68; οὔποτ’ αἰσχύνῃ πεσῇ je zult je nooit te schande maken Soph. Tr. 597; met prep..; ἐς δάκρυα... ἔπεσε τὸ θέητρον het publiek barstte in tranen uit Hdt. 6.21.2; πεσὼν ἐν φόβῳ bang geworden Eur. Or. 1418; οὔτε... ὑπὸ τέχνην οὐδεμίαν... πίπτει ze vallen onder geen enkele discipline Aristot. EN 1104a8; met bep. van plaats. οὐκ ἔχω... ποῖ γνώμης πέσω ik weet niet waar ik moet uitkomen in mijn overwegingen Soph. Tr. 705; ὥστε τοὔμπαλιν πεσεῖν φρενῶν zodat ik uitkom bij het tegenovergestelde van mijn mening Eur. Hipp. 390. vallen, uitvallen:; εὖ πεσόντα wat goed uitvalt Aeschl. Ag. 32; καραδοκήσοντα τὴν μάχην τῇ πεσέεται om af te wachten hoe het gevecht zou aflopen Hdt. 7.163.2; met dat..; οἷς... μὴ πίπτουσιν εὖ voor wie het (het huwelijk) niet goed uitpakt Eur. Or. 603; ten deel vallen:; εἰ... ὁ κλῆρος αὐτῷ τῆς αἱρέσεως... πίπτοι als het lot van zijn keuze hem ten deel valt Plat. Resp. 619e; alg. voorvallen, gebeuren:; τύχαι δὲ καὶ συμφοραὶ παντοῖαι πίπτουσαι παντοίως allerhande omstandigheden en gebeurtenissen, die zich op allerlei manieren voordoen Plat. Lg. 709a; ptc. subst. voorval, gebeurtenis:. τὰ νῦν πεπτωκότα de huidige toestand Eur. IA 1343. (opzettelijk) vallen, zich storten, met prep.:; ἀμφὶ σώμασιν πεπτωκότες in omarming van de lichamen Aeschl. Ag. 326; ἠὲ πεσὼν ἐκ νηός ἀποφθίμην of ik me uit het schip zou storten en omkomen Od. 10.51; βρέτη πεσούσας πρός... θεῶν voor de godenbeelden gevallen (als smekeling) Aeschl. Sept. 185; πρὸς ἀγκάλαις πεσεῖν in de armen vallen Eur. Ion 962; aanvallen:; ἐν νήεσσι πέσωμεν laten wij een aanval doen op de schepen Il. 13.742; πρὸς μῆλα καὶ ποίμνας πεσεῖν zich richten op de schapen en het andere vee Soph. Ai. 1061; abs.. Βορέαο πεσόντος als de noordenwind toeslaat Hes. Op. 547.

Russian (Dvoretsky)

πίπτω: (fut. πεσοῦμαι - эп.-ион. πεσέομαι, aor. 2 ἔπεσον - эп. πέσον и эол.-дор. ἔπετον, pf. πέπτωκα - поздн. πέπτηκα; part. πεπτεώς, πεπτηώς и πεπτώς, ῶτος)
1 падать (πεδίῳ Hom.; ἐπὶ γᾷ Soph.; ἐπὶ τὴν γῆν Plat.; ἐπὶ τῆς γῆς и εἰς τὴν γῆν NT; πρὸς οὖδας Eur.; ἀπ᾽ οὐρανοῦ Aesch.; εἰς βόθυνον, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ἀπὸ τῆς τραπέζης NT): πέσεν ὕπτιος Hom. он упал навзничь; πέσε πρηνής Hom. и ἐπὶ πρόσωπον NT он упал ниц; π. ὑπὸ ἄξοσι Hom. падать под колеса; ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτεν Hom. сон спустился на вежды; π. χαμαί Plat. NT и π. χαμᾶζε Arph. падать на землю, (о словах) пропадать без пользы; π. μετὰ ποσσὶ γυναικός Hom. рождаться на свет; π. ἐς πόντον Hes. (о созвездии) погружаться в море; ὕπνῳ Aesch. и εἰς ὕπνον πεσεῖν Soph. погрузиться в сон; π. ἀμφὶ γόνυ τινός Eur. пасть к чьим-л. коленям;
2 бросаться, устремляться, кидаться (ἐνὶ νήεσσι Hom.; ἐπ᾽ ἀλλήλοισι Hes.): π. περὶ ξίφει Soph. броситься на (свой) меч; Βορεάο πεσόντος Hom. при поднявшемся северном ветре;
3 падать мертвым: π. δορί Eur. пасть сраженным копьем; π. ὑπό τινος Her., Plut.; пасть от чьей-л. руки; οἱ πεπτωκότες Xen. павшие, убитые; τὸ Περσῶν ἄνθος οἴχεται πεσόν Aesch. погиб цвет персов; ἀβουλίᾳ πεσεῖν Soph. погибнуть от (собственного) неблагоразумия;
4 валиться, рушиться (οἰκία ἔπεσε NT): στάντες ἐς ὀρθὸν καὶ πεσόντες ὕστερον Soph. воспрянув, а затем пав (снова); τὰ σκλήρ᾽ ἄγαν φρονήματα πίπτει μάλιστα Soph. слишком непреклонные души особенно скоро надламываются;
5 утихать, умолкать (ἄνεμος πέσε Hom.): πέπτωκε κομπάσματα Aesch. умолкла похвальба;
6 выпадать из (чего-л.), т. е. лишаться: ἐκ θυμοῦ π. τινί Hom. лишаться чьей-л. благосклонности; π. ἐξ ἐλπίδων Eur. и ταῖς ἐλπίσι π. Polyb. утрачивать надежды;
7 ускользать (ἐξ ἀρκύων Aesch.; ἔξω τῶν κακῶν Arph.);
8 впадать (εἰς ὀργήν Thuc.; τῆς ἀπειθείας NT): εἰς νόσον π. Aesch. заболеть; εἰς ἔρον τοῦ μαθεῖν π. Eur. загореться любопытством; ἐν μέσοις ἀρκυστάτοις π. Soph. попасть глубоко в западню; π. ἐς δάκρυα Her. залиться слезами;
9 выпадать (на долю), складываться, случаться, оказываться: ὁ κλῆρος πίπτει τινί или παρά τινα Plat. и ἐπί τινα NT жребий выпадает кому-л., падает на кого-л.; εὖ πίπτουσιν κύβοι Soph. кости выпадают хорошо, т. е. обстоятельства складываются благоприятно; τὰ εὖ πεσόντα Aesch. удачи; πρὸς τὰ πεπτωκότα Plat. смотря по сложившимся обстоятельствам; ἐν ἀλαθεία π. Pind. оказываться верным; ὠτακουστεῖν, ὅκῃ πεσέεται τὰ πρήγματα Her. напряженно выжидать, как сложатся дела;
10 совпадать, приходиться (ταῦτα εἰς τὴν προτέραν ἔπεσεν Ὀλυμπιάδα Polyb.);
11 подпадать, относиться (εἰς γένη ταῦτα, ὑπὸ παραγγελίαν οὐδεμίαν Arst.);
12 ошибаться: τούτου ἐχόμενος, ἡγοῦμαι οὐκ ἄν ποτε πεσεῖν Plat. полагаю, что, придерживаясь этого, я никогда не ошибусь;
13 пропадать, исчезать (εὐκοπώτερόν ἐστι τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν παρελθεῖν ἢ τοῦ νόμου μίαν κεραίαν πεσεῖν NT).

English (Autenrieth)

(root πετ, for πιπέτω), ipf. ἔπῖπτον, πῖπτε, fut. πεσέονται, inf. πεσέεσθαι, aor. 2 πέσον, inf. πεσέειν, perf. part. πεπτεῶτα: fall; fig., ἐκ θῦμοῦ τινί, out of one's favor, Il. 23.595; freq. of falling in battle, and from the pass. sense of being killed, w. ὑπό (‘at the hands of’) τινος, also ὑπό τινι, Ζ, Il. 17.428; in hostile sense, fali upon, ἐν νηυσί, Il. 11.311; upon each other (σύν, adv.), Il. 7.256; fig. (ἐν, adv.), Il. 21.385; of the wind ‘falling,’ ‘abating,’ ‘subsiding,’ Od. 14.475, Od. 17.202.

English (Slater)

πίπτω v. πίτνω.

English (Strong)

a reduplicated and contracted form of peto; (which occurs only as an alternate in certain tenses); probably akin to πέτομαι through the idea of alighting; to fall (literally or figuratively): fail, fall (down), light on.

English (Thayer)

(imperfect ἔπιπτον (T Tr marginal reading WH)); future πεσοῦμαι; 2nd aorist ἔπεσον and according to the Alex. form (received everywhere by Lachmann (except Tdf. (except Tr (except ibid.), WH; and also used by R G in ἔπεσα (cf. (WH s Appendix, p. 164; Tdf. Proleg., p. 123); Lob. ad Phryn., p. 724 f; Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. ii., p. 277f, and see ἀπέρχομαι at the beginning); perfect πέπτωκα, 2nd person singular πεπτωκες (T WH; see κοπιάω), 3rd person plural πεπτωκαν (Tr text WH text; see γίνομαι); (from ΠΑΤΩ, as τίκτω from ΤΑΚΩ (cf. Curtius, Etymol. § 214; Verbum, ii., p. 398)); from Homer down; the Sept. chiefly for נָפַל; to fall; used:
1. of descent from a higher place to a lower;
a. properly, to fall (either from or upon, equivalent to Latin incido, decido): ἐπί with the accusative of place, T omits; L WH Tr marginal reading brackets the verse); T Tr WH κατέπεσεν), 8 εἰς τί (of the thing that is entered; into), L marginal reading ἐπί); R G L marginal reading (but L text T Tr WH ἐμπεσοῦνται); G L T Tr WH (L T Tr WH); εἰς (upon) τήν γῆν, ἐν μέσῳ, with the genitive of the thing, παρά τήν ὁδόν, to fall from or down: followed by ἀπό with the genitive of place, Tdf. ἐκ; ἐκ with the genitive of place (L T Tr WH); to be thrust down, οὐ πίπτει ἐπί τινα ὁ ἥλιος, i. e. the heat of the sun does not strike upon them or incommode them, ἀχλύς καί σκότος, L T Tr WH); ὁ κλῆρος πίπτει ἐπί τινα, the lot falls upon one, φόβος πίπτει ἐπί τινα, falls upon or seizes one (L Tr); (τό πνεῦμα τό ἅγιον, πίπτω ὑπό κρίσιν, to fall under judgment, come under condemnation, st εἰς ὑπόκρισιν).
2. of descent from an erect to a prostrate position (Latin labor, ruo; prolabor, procido; collabor, etc.);
a. properly; α. to fall down: ἐπί λίθον, λίθος πίπτει ἐπί τινα, T omits; L WH Tr marginal reading brackets the verse); τό ὄρος ἐπί τινα, β. to be prostrated, fall prostrate; of those overcome by terror or astonishment or grief: χαμαί, εἰς τό ἔδαφος, ἐπί τήν γῆν, ἐπί πρόσωπον, ἐπί τῆς γῆς, πρός τούς πόδας τίνος ὡς νεκρός, πεσών ἐξέψυξε, ἔπεσεν παρά (L T Tr WH πρός) τούς πόδας τίνος, στόματι μαχαριας, γ. to prostrate oneself; used now of suppliants, now of persons rendering homage or worship to one: ἐπί τῆς γῆς, προσκυνεῖν, as finite verb, πίπτειν καί προσκυνεῖν, ἔπεσα προσκυνῆσαι, πεσών εἰς τούς πόδας (αὐτοῦ), εἰς (T Tr WH πρός) τούς πόδας τίνος, πρός τούς πόδας τίνος, παρά τούς πόδας τίνος, ἔμπροσθεν τῶν ποδῶν τίνος, ἐνώπιον τίνος, ἐπί πρόσωπον, ἐπί πρόσωπον παρά τούς πόδας τίνος, πεσών ἐπί τούς πόδας προσεκύνησε, πεσών ἐπί πρόσωπον προσκυνήσει, ἐπί τά πρόσωπα καί προσκυνεῖν, ἐπί πρόσωπον); δ. to fall out, fall from: θρίξ ἐκ τῆς κεφαλῆς πεσεῖται, equivalent to shall perish, be lost, ε. to fall down, fall in ruin: of buildings, walls, etc., T Tr WH συνεπεσε); οἶκος ἐπ' οἶκον πίπτει, ἐπί, C. I:2c.); πύργος ἐπί τινα, σκηνή ἡ πεπτωκυῖα, the tabernacle that has fallen down, a figurative description of the family of David and the theocracy as reduced to extreme decay (cf. σκηνή, at the end), ἔπεσε, i. e. has been overthrown, destroyed, α. to be cast down from a state of prosperity: πόθεν πέπωκας, from what a height of Christian knowledge and attainment thou hast declined, G L T Tr WH (see above at the beginning). β. to fall from a state of uprightness, i. e. to sin: opposed to ἑστάναι, στήκειν, with a dative of the person whose interests suffer by the sinning (cf. Winer's Grammar, § 31,1k.), Tr WH text (see πίνω). γ. to perish, i. e. to come to an end, disappear, cease: of virtues, L T Tr WH (R. V. fail); to lose authority, no longer have force, of sayings, precepts, etc., ὥστε οὐ χαμαί πεσεῖται ὁ τί ἄν εἴπῃς, Plato, Euchyphr. § 17; irrita cadunt promissa, Livy 2,31). equivalent to to be removed from power by death, to fail of participating in, miss a share in, the Messianic salvation, ἐν, I:5f.). Compare: ἀναπίπτω, ἀντιπίπτω, ἀποπίπτω, ἐκπίπτω ἐνπίπτω, ἐπιπίπτω, καταπίπτω, παραπίπτω, περιπίπτω, προσπίπτω, συμπίπτω.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α
ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ.
β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ'», Ευρ).
νεοελλ.
(η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες
οι νεκροί σε πεδία μαχών («το μνημείο τών πεσόντων»)
μσν.-αρχ.
1. γονυπετώ, πέφτω στα γόνατα προκειμένου να παρακαλέσω κάποιον («βρέτη πεσούσας πρός... θεῶν αὔειν», Αισχύλ.)
2. (σε μάχη) σωριάζομαι νεκρός, σκοτώνομαι («οἱ πρῶτοι καὶ ἄριστοι ἐνταῡθα ἔπεσον ὑπὸ Ἀθηναίων», Ηρόδ.)
3. κατακρημνίζομαι, καταρρέω
4. (για πόλεις, φρούρια, οχυρές θέσεις) κυριεύομαι με έφοδο, καταλαμβάνομαι («ἐπεὶ Φρυγῶν πόλιν κίνδυνος ἔσχε δορὶ πεσεῖν», Ευρ.)
5. περιέρχομαι σε μια κατάσταση, ιδίως δυσάρεστη, καταντώ («ἐς κακότητα πεσεῖν», Θέογν.)
6. ανήκω, αναλογώ σε κάποιον («παρὰ τούτων τῶν πόλεων... ἑκατὸν... τάλαντα τῷ δήμῳ πρόσοδος ἔπιπτε», Πολ.)
7. (για ημερομηνία, χρονική περίοδο) περιλαμβάνομαι, συμπτίπτω («πίπτει δὲ κατὰ την ἐνάτην καὶ εἰκοστὴν πρὸς ταῖς ἑκατὸν ὀλυμπιάδα», Πολ.)
8. μτφ. περιπίπτω σε αμαρτίες
αρχ.
1. ρίχνομαι σε κάτι με ορμή, εισορμώ
2. ορμώ εναντίον κάποιου, εφορμώ, επιτίθεμαι
3. (για δέντρα ή στάχια) ρίχνομαι στο έδαφος μετά από κοπή ή θερισμό («δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον», Ομ. Ιλ.)
4. (για φυσικά φαινόμενα, όπως άνεμο ή τρικυμία) κοπάζω, εξασθενώ
5. αποτυγχάνω
6. λαμβάνω έκβαση, αποβαίνω («λόγων κορυφαὶ ἐν άλαθεία πετοῑσαι», Πίνδ.)
7. καταβάλλω χρήματα, πληρώνω
8. ανήκω σε μια τάξη, υπάγομαι («ἐπὶ τὴν αὐτὴν ἐπιστήμην πίπτειν», Αριστοτ.)
9. (για κλήρο) τυχαίνω
10. μτφ. α) ερειπώνομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι («μέγαν δόμον, δοκοῦντα κάρτα νῦν πεπτωκέναι», Αισχύλ.)
β) μετριάζομαι ή εκλείπω («πέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα», Αισχύλ.)
11. σχετίζομαι με κάτι, αφορώ («τὸ γὰρ ἐπιθυμῆσαι οὐχὶ ἐπὶ τῶν παρόντων καὶ ὑποκειμένων ἐν ἐξουσίᾳ πίπτει», Μεθόδ.)
12. (η μτχ. αρσ. πληθ. παρακμ.) οἱ πεπτωκότες
οι πεσόντες, αυτοί που έπεσαν νεκροί σε μάχη
13. φρ. α) «πίπτω ἐπὶ τι»
(για καθέτους ή τμήματα, μέρη εφαπτόμενων σχημάτων) πέφτω επάνω
β) «πίπτω ἐπὶ τι» και «πίπτω ποτί τι»
(γεωμ.) συναντώ, τέμνω
γ) «πίπτω διά τινος» και «πίπτω κατά τίνος» και «πίπτω ἐπὶ τι κατά τινα» διέρχομαι
δ) «ἐς γόνατα πίπτω»
(για παλαιστή) γονατίζω
ε) «πίπτω ἔκ τίνος»
i) χάνω κάτι
ii) απαλλάσσομαι από κάτι
στ) «πίπτω, ἐν ὕπνῳ» ή «πίπτω εἰς ὕπνον» — αποκοιμώμαι
ζ) «πίπτω εἰς εὐνήν» — ξαπλώνω στο κρεβάτι, κατακλίνομαι
η) «πίπτω εἰς [ἰατρικὴν] χρῆσιν» — χρησιμοποιούμαι από τους γιατρούς
θ) «πίπτω ὑπ' αἴσθησιν» — γίνομαι αισθητός
ι) «πίπτει ὑπὸ ὄνομα» — μπορεί να ονομαστεί
ια) «πίπτω μετὰ ποσσὶ γυναικός» — γεννιέμαι
ιβ) «εὖ πίπτω»
(για ζάρια πεσσούς, όστρακα) είμαι τυχερός, βγαίνω τυχερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πί-πτ-ω ανάγεται στη μονοσύλλαβη μορφή pet- της ΙΕ ρίζας petā-/petә- «πετώ, πέφτω» (πρβλ. αρχ. ινδ. patati «πετώ, πέφτω, επείγομαι», βλ. πέτομαι) με μηδενισμένο φωνήεν και ενεστωτικό διπλασιασμό πι- (πρβλ. μένω: μί-μν-ω, έχω: ίσχω) με μακρό -- αναλογικά προς το ρ. ῥῖπτω. Αντίθετα, στην απαθή βαθμίδα της ρίζας ανάγεται ο αόρ. -πετ-ον (πρβλ. γίγνομαι: εγενόμην, τίκτω: έτεκον). Στην ιων. αττ., ωστόσο, εμφανίζονται συχνότερα οι τ. μέλλ. και αορ. πεσοῦμαι και ἔπεσον, που γεννούν προβλήματα ως προς την προέλευση του -σ- από τους αρχικούς τ. με -τ-. Κατά μία άποψη, ο αόρ. ἔπεσον σχηματίστηκε κατ' επίδραση τών σιγματικών αορ., ενώ, κατ' άλλη άποψη, μάλλον πιθανότερη, ο μέλλ. πεσέομαι προήλθε από τον αμάρτυρο πετέομαι (με καταχρηστική συριστικοποίηση του -τ-) και είλκυσε στον σχηματισμό του και τον αόρ. ἔπετον. Ο παρακμ. πέ-πτω-κα ανάγεται στη δισύλλαβη μορφή της ρίζας με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. ἔγνωκα) και επίσης οι τ.: πτῶμα, πτῶσις, πτωτός. Στη δισύλλαβη ρίζα με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν ανάγεται ο τ. μτχ. παρακμ. πε-πτη-ώς (πρβλ. πτήσσω), από όπου ο ομηρ. τ. πεπτεώς. Στην ετεροιωμένη βαθμίδα της μονοσύλλαβης ρίζας ποτ- ανάγεται η λ. πότ-μος. Στην ίδια ρίζα, τέλος, ανάγονται και οι λ. πτερόν, πτέρυξ και πιθ. το πίτυλος. Το ρ. πίπτω εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -πετής (πρβλ. δυσ-πετής, ευ-πετής, περι-πετής, γονυ-πετής, δορι-πετής). Τα σύνθ. αυτά πρέπει να διακριθούν από τα ομώνυμα σύνθ. σε -πετής που ανάγονται στο ρ. πέτομαι, όπως και από ελάχιστα σύνθ. σε -πετής που ανάγονται στο ρ. πετάννυμι (βλ. λ. πέτομαι). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. πέφτω.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) εκπίπτω, εμπίπτω, επαναπίπτω, επιπίπτω, καταπίπτω, μεταπίπτω, παραπίπτω, παρεμπίπτω, περιπίπτω, προσπίπτω, συμπίπτω, υποπίπτω
αρχ.
αμφιπίπτω, αναπίπτω, αντεμπίπτω, αντιπίπτω, αποπίπτω, διαπίπτω, διεκπίπτω, διεμπίπτω, εγκαταπίπτω, εισπίπτω, ἐκπαραπίπτω, εκπροπίπτω, εμπεριπίπτω, επεισπίπτω, επεμπίπτω, επικαταπίπτω, επιπροπίπτω, επισυμπίπτω, μετεμπίπτω, παραναπίπτω, παρεισπίπτω, παρεκπίπτω, περικαταπίπτω, προαναπίπτω, προαποπίπτω, προδιαπίπτω, προεκπίπτω, προεμπίπτω, προκαταπίπτω, προπίπτω, προσαναπίπτω, προσεκπίπτω, προσεμπίπτω, συγκαταπίπτω, συμμεταπίπτω, συμπαραπίπτω, συμπεριπίπτω, συμπροπίπτω, συμπροσπίπτω, συναναπίπτω, συναποπίπτω, συνδιαπίπτω, συνδιεκπίπτω, συνεισπίπτω, συνεκπίπτω, συνεμπίπτω, συνεπεισπίπτω, συνυποπίπτω, υπεκπίπτω, υπερεκπίπτω, υπερπίπτω, υποκαταπίπτω].

Greek Monotonic

πίπτω: συντετμ. τύπος από το πι-πέτω (αναδιπλ. από √ΠΕΤ)· Επικ. παρατ. πίπτον, μέλ. πεσοῦμαι, Ιων. γʹ ενικ. πεσέεται, πληθ. πεσέονται· αόρ. βʹ ἔπεσον, Αιολ. ἔπετον· παρακ. πέπτωκα, μεταγεν. επίσης πέπτηκα, Επικ. μτχ. πεπτεώς, -εῶτος, επίσης πεπτηώς, -ηυῖα, Αττ. ποιητ. μτχ. πεπτώς.
Α. πέφτω, πέφτω κάτω, σε Όμηρ. κ.λπ.· πίπτειν εν κονίῃσιν, πέφτω στη σκόνη, δηλ. πέφτω και παραμένω ξαπλωμένος στο χώμα, σε Ομήρ. Ιλ.· πίπτω ἐν δεμνίοις, σε Ευρ. κ.λπ.· ή χωρίς το ἐν πεδίῳ πίπτειν, σε Ομήρ. Ιλ.· πίπτω δεμνίοις, σε Ευρ.· επίσης, πίπτω ἐπὶ χθονί, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπὶ γᾷ, σε Σοφ.· πρὸς πέδῳ, σε Ευρ.· με πρόθ. που δηλώνει κίνηση, πίπτω ἐς πόντον, σε Ησίοδ.· ἐπὶ γᾶν, σε Αισχύλ.· πρὸς οὖδας, σε Ευρ. Β. Ειδικότερες χρήσεις:
I. 1. πίπτειν ἔν τισι, πέφτω με βία πάνω σε, εφορμώ, ἐνὶ νήεσσι πέσωμεν, σε Ομήρ. Ιλ.· πρὸς μῆλα καὶ ποίμνας, σε Σοφ.
2. ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω κάτω, πρὸς βρέτη θεῶν, σε Αισχύλ.· ἀμφὶ γόνυ τινός, σε Ευρ.
II. 1. πέφτω στη μάχη, πίπτε δὲ λαός, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· οἱ πεπτωκότες, οι έκπτωτοι, οι ξεπεσμένοι, σε Ξεν.· πίπτω δορί, από το δόρυ, σε Ευρ.· πίπτω ὑπό τινος, πέφτω από το χέρι άλλου, σε Ηρόδ.
2. πέφτω, καταστρέφομαι, ὁ Ξέρξεω στρατὸς αὐτὸς ὑπ' ἑωυτοῦ ἔπιπτε, Λατ. mole sua corruit, στον ίδ.
3. καταπέφτω, κοπάζω, εξασθενίζω, ἄνεμος πέσε, ο άνεμος έπεσε, κόπασε (ομοίως στο candunt austriτου Βιργ.), σε Ομήρ. Οδ.
4. πέφτω έξω, σε Πλάτ.· λέγεται για ένα δράμα, αποτυγχάνω, σε Αριστοφ.
III. 1. ἐκ θυμοῦ πίπτειν τινί, πέφτω έξω από την εύνοια κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, πίπτω ἐξ ἐλπίδων, σε Ευρ.· αντιθέτως, πίπτω ἐς κακότητα, σε Θέογν.· εἰς νόσον, σε Αισχύλ.· φόβον, ἀνάγκας, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· επίσης, πίπτω ἐν φόβῳ, σε Ευρ.· πίπτω δυσπραξίας, σε Σοφ.
2. πίπτω εἰς ὕπνον, πέφτω για ύπνο, στον ίδ.· ή απλώς ὕπνῳ, σε Αισχύλ.·
IV. 1. πίπτειν μετὰ ποσσὶ γυναικός, πέφτω ανάμεσα στα πόδια της, δηλ. γεννιέμαι, σε Ομήρ. Ιλ.
V. 1. λέγεται για τα ζάρια, τὰ δεσποτῶν εὖ πεσόντα θήσομαι, θα θεωρήσω τις βολές του κυρίου μου καλές ή τυχερές, σε Αισχύλ.· ομοίως λέγεται για τους κλήρους, ὁ κλῆρος πίπτει τινί ή παρά τινα, σε Πλάτ.· ἐπί τινα, σε Καινή Διαθήκη
2. γενικά, πέφτω, αποβαίνω, εὖ, καλῶς πίπτειν, είμαι τυχερός, σε Ευρ. κ.λπ.
VI.υπάγομαι, ανήκω σε κάποια τάξη, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

πίπτω: ποιητ. ὑποτ. πίπτῃσι Πλάτ. Κωμ. ἐν «Συμμαχίᾳ» 2. 5· Ἐπικ. παρατ. πῖπτον Ἰλ. Θ. 67, κτλ., (ἴδε Γ. Χατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 527), Ἰων. πίπτεσκον (συμ-) Ἐμπεδ. 311· ― μέλλ· πεσοῦμαι Ἀττ. Ἰων. γ΄ πληθ. πεσέονται, Ἰλ. Λ. 824., γ΄ ἑνικ. πεσέεται Ἡρόδ. 7. 103. 168· παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς πέσομαι Χρησμ. Σιβ. 3. 83., 4. 99· ― ἀόρ. ἔπεσον, ἀπαρ. πεσεῖν, Ἰλ., Ἀττ., Αἰολ. ἔπετον Ἀλκαῖ. 59, Πινδ. Ο. 7. 126, Π. 5. 65, πρβλ. Ο. 8. 50, Π. 8. 119· παρὰ μεταγεν. ἔπεσα Ὀρφ. Ἀργ. 523, Ἑβδ. κλπ., (εἰσήχθη δὲ τὸ ἔπεσα ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς τὰ Ἀντίγραφα Ἀττ. συγγραφ., ὡς Εὐρ. Ἄλκ. 463, Τρῳ. 291, ἴδε Veitch Gr. Verbs)· ― πρκμ. πέπτωκα Αἰσχύλ. Εὐμ. 147, Ἀριστοφ., κλ.· μεταγεν. ὡσαύτως πέπτηκα Ἀνθ. Π. 7. 427· Ἐπικ. μετοχ. πεπτεώς, εῶτος (ἔνθα τὸ εω κατὰ συνίζησιν ἀποτελεῖ μίαν συλλαβήν), Ἰλ. Φ. 503, κτλ.· ὡσαύτως πεπτηώς, ηυῖα, Ὀδ. Ξ. 354, κτλ.· πληθ. ηότες, Ἱππ. 618. 7, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1298· (οἱ τελευταῖοι τύποι ἀνήκουσιν ὡσαύτως καὶ εἰς τὸ πτήσσω)· ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 166· Ἀττ. ποιητ. μετοχ. πεπτὼς Σοφ. Αἴ. 828, Ἀντ. 697· ― παθ. ἀόρ. ἐπτώθην εὕρηται παρὰ μεταγεν. ὡς Ἀνθ. Π. 1. 109, Συλλ. Ἐπιγρ. 8665. (Ἡ λέξις ἐσχηματίσθη κατ’ ἀναδιπλ. ἐκ τῆς √ΠΕΤ, πέτομαι, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ Δωρ. ἀορ. ἔπετον (ἴδε ἀνωτ.), καὶ ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ πίτνω· ― περὶ τοῦ ἀναδιπλ. πίπτω, πρβλ. μίμνω ἐκ τοῦ μένω, γίγνομαι ἐκ τοῦ *γένω. Ὅθεν ἐσφαλμένως παραβάλλεται τὸ πίπτω πρὸς τὸ ῥίπτω, ὡς ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 673. 9· καὶ τὸ ι δὲν εἶναι φύσει μακρὸν ὡς ὁ Δράκων λέγει). Α. Ῥιζικὴ σημασ., πίπτω, πίπτω κάτω, καὶ (ἐπὶ ἑκουσίας πτώσεως) ῥίπτω ἐμαυτὸν κάτω, Ὅμ., κλπ., πέσε πρηνής, πέσε ὕπτιος Ἰλ. Ζ. 307, Ο. 435, κτλ.· νιφάδες... π. θαμειαὶ Μ. 278· ὀπίσω πέσεν Ὀδ. Μ. 410, κτλ.· ― Συντάσσ., μετὰ προθέσεων, παρ’ Ὁμ. σχεδὸν ἀείποτε: πίπτειν ἐν..., ὡς π. ἐν κονίῃσιν, πίπτειν εἰς τὴν κόνιν, δηλ. πίπτειν καὶ μένειν ἐν τῇ κόνει, κεῖσθαι ἐν αὐτῇ, Ἰλ. Λ. 425, Ν. 205· ἐν αἵματι καὶ κονίῃσιν πεπτεῶτας Ὀδ. Χ. 384· Θηρὼ δ’ Ἀπόλλωνος ἐν ἀγκοίνῃσι πεσοῦσα, πεσοῦσα εἰς τὰς ἀγκάλας τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἡσ. Ἀποσπ. 74 (154)· ἐν χθονὶ πεπτηὼς Σιμωνίδης ἐν Ἀνθ. Π. 7. 24, 7· οὕτω παρ’ Ἀττ. ποιητ., π. ἐν δεμνίοις Εὐρ. Ὀρ. 35, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 125, κτλ. (ἴδε κατωτ. Β. Ι)· σπάν. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ π. ἐν ποταμῷ Ξεν. Ἀγησ. 1. 32· ― ὡσαύτως ἡ πρόθ. ἐν παραλείπεται, πεδίῳ πίπτειν, πίπτειν εἰς τὸ πεδίον καὶ κεῖσθαι ἐκεῖ, Ἰλ. Ε. 82· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., π. δεμνίοις Εὐρ. Ὀρ. 88, πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Σοφ. Ἠλ. 420, Seidl. εἰς Εὐρ. Ἠλ. 424· ― ὡσαύτως, π. ἐπὶ χθονὶ Ὀδ. Ω. 535, πρβλ. Ἡσ. Ἀποσπ. 47. 7· ἐπὶ γᾷ Σοφ. Ἀντ. 134· ― πρὸς πέδῳ Εὐρ. Βάκχ. 605· πρὸς ἀγκάλαις τινὸς Εὐρ. Ἴων 962· ― ἀμφὶ σώμασίν τινων Αἰσχύλ. Ἀγ. 326· ― μετὰ προθέσεως δηλούσης κίνησιν εἰς τόπον, πρῶτον παρ’ Ἡσ., Πληιάδες π. ἐς πόντον Ἔργ. καὶ Ἡμ. 618· ποταμὸς εἰς ἅλα Θεογ. 791· πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 1018 (1025)· αἷμα π. ἐπὶ γᾶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1019· ἐπὶ στόμα Ξεν. Κυν. 10. 13· πρὸς οὖδας Εὐρ. Ἑκάβ. 405. 2) Ὁ Ὅμ. χρῆται αὐτῷ μετ’ ἐπιρρ. κινήσεως, ἐπίσης καὶ στάσεως, χαμάδις π. Ἰλ. Η. 16, Ο. 714, κτλ.· χαμαὶ π. Δ. 482, Ξ. 418, κτλ.· π. ἔραζε Μ. 156, Ὀδ. Χ. 280. 3) ὡσαύτως συχνάκις μετὰ προθέσεων δηλουσῶν τὸ μέρος ἀφ’ οὗ πίπτει τις ἤ τι, ἀπ’ ὤμων χαμαὶ πέσε Ἰλ. Π. 803· ἀπ’ οὐρανοῦ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 38· ἀπό τινος ὄνου Πλάτ. Νόμ. 701D· ἐκ χειρὸς π. ἡνία Ἰλ. Ε. 583· π. ἐκ νηὸς Ὀδ. Μ. 417· ἐκ νηός... ἐνὶ πόντῳ Κ. 51. 4) ἀπολ., πῖπτε δὲ λαός, Ἰλ. Θ. 67, κτλ.· μάλιστα ἐν τῷ πρκμ., ἔχω πέσει, κεῖμαι χαμαί, Αἰσχύλ. Χο. 263, κτλ.· οὕτω μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., πεσεῖν... πτώματ’ οὐκ ἀνασχετὰ ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 919· πεσήματα πλεῖσθ’ Ἑλλάδος πέπτωκε Εὐρ. Ἀνδρ. 653. Β. Ἰδιαίτεραι χρήσεις: Ι. πίπτειν ἔν τισι, ἐπιπίπτειν, ἐνὶ νήεσσι πέσωμεν Ἰλ. Ξ. 742· ἐν βουσὶ π. Σοφ. Αἴ. 375· Ἔρως, ὅς ἐν κτήμασι π. ὁ αὐτ., ἐν Ἀντ. 782· ἐπ’ ἀλλήλοισι, ἐπὶ μαχομένων, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 379, πρβλ. 375· πρὸς μῆλα καὶ ποίμνας Σοφ. Αἴ. 1061· πρὸς πύλαις Αἰσχύλ. Θήβ. 462. 2) ῥίπτω ἐμαυτὸν κάτω, καταπίπτω, πρὸς βρέτη θεῶν αὐτόθι 185· ἀμφὶ γόνυ τινὸς Εὐρ. Ἡσ. 787· εἰς γόνατα, ἐπὶ παλαιστοῦ Σιμωνίδης ἐν Ἀνθ. Πλαν. 24· ἐς τὸν ὧμον Ἀριστοφ. Ἱππ. 571. ΙΙ. πίπτω ἐν μάχῃ, πῖπτε δὲ λαὸς Ἰλ. Θ. 67, κτλ. οἱ πεπτωκότες, οἱ «πεσμένοι», Ξεν. Κύρ. 1. 4, 24· μετ’ ἄλλης λέξεως, νέκυες πίπτοντες Ἰλ. Υ. 200· νεκροὶ περὶ νεκροῖς πεπτωκότες Εὐρ. Φοίν. 881· π. δορί, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 5· ― πίπτω ὑπό τινος, πίπτω διὰ χειρός τινος, Ἡρόδ. 9. 67· ὡσαύτως, ὡς... θάμνοι πρόρριζοι πίπτουσι... ὣς ἄρ’ ὑπ’ Ἀτρείδῃ πῖπτε κάρηνα Τρώων Ἰλ. Λ. 158, πρβλ. 500, κτλ.· τὸ Περσῶν ἄνθος οἴχεται πεσὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 252. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 594 κἑξ. 2) πίπτω, καταστρέφομαι, δόμον δοκοῦντα κάρτα νῦν πεπτωκέναι Αἰσχύλ. Χο. 263· στάντες τ’ ἐς ὀρθὸν καὶ πεσόντες ὕστερον Σοφ. Ο. Τ. 50· ἀβουλίᾳ, ἐξ ἀβουλίας π. ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 429, 398· ἀπὸ σμικροῦ κακοῦ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1077· ― ἐπὶ στρατοῦ, μεγάλα πεσόντα πρήγματα ὑπὸ ἡσσόνων Ἡρόδ. 7. 18· ὁ Ξέρξεω στρατὸς αὐτὸς ὑπ’ ἑωυτοῦ ἔπεσε, Λατ. mole sua corruit, ὁ αὐτ. 8. 16, πρβλ. Θουκ. 2. 89. 3) ἐπὶ ἀνέμου, ἄνεμος πέσε, ἐκόπασε, κατέπεσε, Ὀδ. Τ. 202, Ξ. 475, πρβλ. Λατ. cadunt austri, Οὐεργιλ. Γεωργ. 1. 354, πρβλ. Ἐκλ. 9. 58· (ἀλλὰ παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 545, Βορέαο πεσόντος κεῖται ἀντὶ τοῦ ἐμπεσόντος, πεσόντος ἐπί τινος, πνεύσαντος): μεταφορ., πέπτωκε κομπάσματα Αἰσχύλ. Θήβ. 794, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 474· μετὰ δοτικ., ταῖς ἐλπίσι πεσεῖν, ἀποτυχεῖν, Πολύβ. 1. 87, 1. 4) ἀποτυγχάνω, καὶ τούτου ἐχόμενος ἡγοῦμαι οὐκ ἄν ποτε πεσεῖν Πλάτ. Φαίδων 100E· οὕτως ἐπὶ δράματος, ἀποτυγχάνω, Λατιν. cadere, explodi, Ἀριστοφ. Ἱππ. 540· πρβλ. ἐκπίπτω. ΙΙΙ. πίπτω ἔκ τινος, πίπτω ἔξω τινός, χάνω τι χωρὶς νὰ θέλω, ἤ σοί γε... ἐκ θυμοῦ πεσεῖν, νὰ χάσω τὴν εὔνοιάν σου, Ἰλ. Ψ. 595· οὕτω, π. ἐξ ἐλπίδων Εὐρ. Ἴων 23· τοὔμπαλιν π. φρενῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 390· ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ ὡρισμένου σκοποῦ, Ὀδ. Κ. 51· ἐξ ἀρκύων πέπτωκεν, ἐξέφυγεν..., Αἰσχύλ. Εὐμ. 147· ἔξω τῶν κακῶν Ἀριστοφ. Βάτρ. 970. 2) τἀνάπαλιν, ἐμπίπτω, ἐς κακότητα Θέογν. 42· εἰς ἄτην Σόλων 12. 68· εἰς δουλοσύνην ὁ αὐτ. 9. 4· ἐς δάκρυα Ἡρόδ. 6. 21· εἰς νόσον Αἰσχύλ. Προμ. 478· εἰς ἔρον, ἔριν, ὀργήν, φόβον, ἀνάγκας, Εὐρ. Ι. Τ. 1172, Θουκ., κλ.· ἀλλ’ ὡσαύτως, π. ἐν γυιοπέδαις, Πινδ. Π. 2. 76· ἐν μέσοις ἀρκυστάτοις Σοφ. Ἠλ. 1476· ἐν φόβῳ Εὐρ. Ὀρ. 1418· καὶ μόνον μετὰ δοτ., π. δυσπραξίαις Σοφ. Αἴ. 759· αἰσχύνῃ ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 597, κτλ.· ― οὐκ οἶδα ποῖ πέσω, δὲν γνωρίζω ποῦ νὰ στραφῶ, αὐτόθι 705. 3) πίπτω εἰς ὕπνον, ἀποκοιμῶμαι, Σοφ. Φιλ. 826· ὡσαύτως, ἐν ὕπνῳ Πινδ. Ι, 4. 41 (3. 39)· ἢ ἁπλῶς ὕπνῳ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 68· τἀνάπαλιν, ὕπνος πῖπτεν ἐν βλεφάροις Ἡσ. Ἀποσπ. 47. IV. πίπτειν μετὰ ποσσὶ γυναικός, μεταξὺ τῶν ποδῶν αὐτῆς, δηλ. τίκτεσθαι, Ἰλ. Τ. 110, πρβλ. Ἑβδ. (Δευτερ. ΚΗʹ, 57). V. ἐπὶ τῶν κύβων, τὰ δεσποτῶν εὖ πεσόντα θήσομαι, θὰ θεωρήσω τοῦ κυρίου μου τοὺς βόλους καλούς, ἐπιτυχεῖς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 32, ἴδε Φωτ. Λεξ ἐν λ. τρὶς ἓξ: ἀεὶ γὰρ εὖ πίπτουσιν οἱ Διὸς κύβοι, οἱ τοῦ Διὸς βόλοι πάντοτε εἶναι τυχηροί, Σοφ. Ἀποσπ. 763˙ ὥσπερ οἱ κύβοι˙ οὐ ταὒτ’ ἀεὶ πίπτουσιν Ἄλεξις ἐν «Βρεττίᾳ» 2˙ ὥσπερ ἐν πτώσει κύβων πρὸς τὰ πεπτωκότα τίθεσθαι τὰ πράγματα, κατὰ τοὺς βόλους, κατὰ τὸ πέσιμον τῶν κύβων, Πλάτ. Πολ. 604C˙ οὕτω πιθαν., ὄνασθαι πρὸς τὰ νῦν π. Εὐρ. Ἱππ. 718, ἔνθα ἴδε Valk˙ οὕτως ἐπὶ τῶν ἀναρριπτομένων ὀστράκων κατὰ τὴν ὀστρακίνδα καλουμένην παιδιάν, κἂν μὲν πίπτῃσι τὰ λεύκ’ ἐπάνω φεύγειν ταχὺ Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Συμμαχίᾳ» 2˙ ἐπὶ κλήρων, ὁ κλῆρος π. τινι ἢ παρά τινα Πλάτ. Νόμ. 619Ε, 617Ε˙ ἐπί τινα Πράξ. Ἀποστ. αʹ, 26. 2) καθόλου, πίπτω, ἀποβαίνω, εὖ, καλῶς πίπτειν Εὐρ. Ὀρ. 603, κτλ.˙ π. παρὰ γνώμαν Πινδ. Ο. 12. 14˙ καὶ ἐπὶ μάχης, καραδοκήσας ᾗ πεσέεται, περιμείνας νὰ ἴδῃ τὴν ἔκβασιν, Ἡρόδ. 7. 163, πρβλ. 8. 130˙ ἐν ἀλαθείᾳ περιπίπτει, ἀποβαίνει ἀληθές, Πινδ. Ο. 7. 126˙ ξυμφοραὶ παντοῖαι πίπτουσαι παντοίως Πλάτ. Νόμ. 709Α. 3) πίπτω εἴς τινα, δηλ. εἰς τὸν κλῆρον αὐτοῦ, τινί, μάλιστα ἐπὶ προσόδων, πρόσοδος τῷ δήμῳ πίπτει, Λατ. redit ad.., Πολύβ. 31. 7, 1, πρβλ. 2. 62, 1˙ τὸ πεσὸν ἀπὸ τῆς τιμῆς Διον. Ἁλ. 20. 9˙ πίπτει τὰ τέλη, ἐπὶ τελῶν ἃ δεῖ τελεῖν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στράβ. VI. ἐπὶ χρονικῆς περιόδου, πίπτει ὑπὸ τοὺς ἡμετέρους χρόνους, π. κατὰ ρκθʹ Ὀλυμπιάδα Πολύβ. 1. 5, 1, κλ. VII. ὑπάγομαι εἰς..., ἀνήκω εἴς τινα τάξιν, εἰς γένη ταῦτα Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 2, 22, κ. ἀλλ.˙ ἐπὶ τὴν αὐτὴν ἐπιστήμην αὐτόθι 1. 2, 8˙ ὑπὸ τὴν αὐτὴν μέθοδον ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 6, 7, πρβλ. 6. 13, 12˙ ὑπὸ τέχνην οὐδεμίαν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 2. 2, 4˙ ἔξω τῶν διῃρημένων γενῶν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 48, κτλ. Γ. Παρὰ Πλάτ. Πολιτικ. 272Ε, εἰς γῆν σπέρματα πεσούσης (δηλ. τῆς ψυχῆς), ἡ λέξις ἔχει ἑρμηνευθῇ μεταβατικῶς, ῥίψασα ἢ ἀφήσασα νὰ πέσῃ..., ἀλλὰ τοῦτο δὲν δύναται νὰ εἶναι ὀρθόν˙ ἴδε Stallb. ἐν τόπῳ. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστοτέλους Ἀθην. Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γʹ, σ. 308.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to fall, to fall off, to drop down, to fall out (Il.).
Other forms: Fut. πεσέομαι (ep. Ion.), -οῦμαι (Att.), aor. πετεῖν, ἔπετον (Dor. Aeol.), πεσεῖν, ἔπεσον (IA.), perf. ptc. acc. πεπτ-εῶτ', -εῶτας (ep.), nom. -ηώς (Ion.; also of πτήσσω), -ώς (trag.), ind. πέπτωκα, ptc. -ωκώς (Att.).
Compounds: Very often w. prefix, e.g. εἰσ-, ἐκ-, ἐμ-, ἐπι-, κατα-, μετα-, περι-, προ-, συμ-, ὑπο-.
Derivatives: Many derivv. 1. πότ-μος m. (falling) fate, destiny, (the fate of) death (ep. poet. Il.). 2. πτῶ-μα n., often w. prefix (σύμ-πίπτω etc. from συμ-πίπτειν etc.) in diff. senses, fall, plunge, the fallen, the corpse (Att. A., hell.) with dimin. -μάτιον (inscr. Asia Minor), -ματίς f. tumbling cup (Mosch. ap. Ath.), -ματικός inclined towards falling etc. (hell.), -ματίζω to bring down (hell.) with -ματισμός m. falling sickness (Ptol.). 3. πτῶ-σις (σύμ-πίπτω etc.) f. fall (Hp., Att.), a.o. fall of the die, from where as gramm. term form of flection, case (Arist.), with -σιμος brought down (A.; after ἁλώσιμος? Arbenz 80), -τικός (μετα-πίπτω a.o.) inflectable (Gramm.). 4. πέσ-ος n. corpse (E. in lyr.), -ημα n. fall, the fallen down, the corpse (trag.; Chantraine Form. 184, v. Wilamowitz Eur. Her. to v. 1131), -ωμα n. plunge (vase-inscr.; after πτῶμα). 5. -πετής a.o. in περι-, προ-πετής falling down, blundering into smth. resp. falling over, prepared, rash with περι-, προ-πέτ-εια f. (IA.); also in compounds as εὑ-πετής to turn out well, convenient, fortunate with -εια f. (IA.); διι-πετής s. v. 6. -πτώς in ἀ-πτώς, -ῶτος not falling (Pi., Pl.); also -πτης in ἀπτης (inscr. Olympia)? -- On ποταμός s. v.
Origin: IE [Indo-European] [825] *petH- fly, fall.
Etymology: The remarkable σ for τ in IA. πεσέομαι, -οῦμαι and πεσεῖν is secondary and not convincingly explained; cf. Schwyzer 271 Zus. 2 w. lit., 746 n. 6 and Chantraine Gramm. hom. 1, 451. -- The pair πίπτω (with ī after ῥίπτω?): πετεῖν agrees with γίγνομαι: γενέσθαι; to this the disyllabic fut. πεσέ-ομαι for *πετέ-[σ]ομαι and the full grades πτω-, πτη- in πέ-πτω-κα, πτῶ-μα, -σις, πε-πτη-ώς cannot be compared with γενέ-τωρ, γνή-σιος which has *ǵenh₁-, ǵn̥h₁- (not here γνωτός?; s. on γίγνομαι), s. Schwyzer 746, 784 a. 360. The origin of the alternative root forms is not well known. An innovation is πίτ-νω (-νῶ) with ι as in several ν-presents (Schwyzer 695). -- The whole system is a specific Greek development of the old verb also found in πέτομαι fly; the meaning fall is also found a.o. in Skt. pátati. A point of contact show the fut. *πετέ-[σ]ομαι: Skt. pati-ṣyáti; morpholog. close are also πότμος and Skt. pát-man- n. flight, course, path (would be Gr. *πέτμα). -- Further s. πέτομαι; cf. also πτήσσω and πίτυλος (which hardly belongs here).

Middle Liddell

A. to fall, fall down, Hom., etc.; πίπτειν ἐν κονίηισιν to fall in the dust, i. e. to fall and lie there, Il.; π. ἐν δεμνίοις Eur., etc.; or without ἐν, πεδίωι πίπτειν Il.; π. δεμνίοις Eur.; also, π. ἐπὶ χθονί Od.; ἐπὶ γᾶι Soph.; πρὸς πέδωι Eur.; with a Prep. of motion, π. ἐς πόντον Hes.; ἐπὶ γᾶν Aesch.; πρὸς οὖδας Eur.
B. Special usages:
I. πίπτειν ἔν τισι to fall violently upon, attack, ἐνὶ νήεσσι πέσωμεν Il.; πρὸς μῆλα καὶ ποίμνας Soph.
2. to throw oneself down, fall down, πρὸς βρέτη θεῶν Aesch.; ἀμφὶ γόνυ τινός Eur.
II. to fall in battle, πίπτε δὲ λαός Il., etc.; οἱ πεπτωκότες the fallen, Xen.; π. δορί by the spear, Eur.; —π. ὑπό τινος to fall by another's hand, Hdt.
2. to fall, be ruined, ὁ Jέρξεω στρατὸς αὐτὸς ὑπ' ἑωυτοῦ ἔπεσε, Lat. mole sua corruit, Hdt.
3. to fall, sink, ἄνεμος πέσε the wind fell (so Virg. cadunt austri), Od.
4. to fall short, fail, Plat.; of a play, to fail, Ar.
III. ἐκ θυμοῦ πίπτειν τινί to fall out of his favour, Il.; so, π. ἐξ ἐλπίδων Eur.: —reversely, π. ἐς κακότητα Theogn.; εἰς νόσον Aesch.; φόβον, ἀνάγκας Eur., Thuc., etc.; also, π. ἐν φόβωι Eur.; π. δυσπραξίαις Soph.
2. π. εἰς ὕπνον to fall asleep, Soph.; or simply ὕπνωι Aesch.
IV. πίπτειν μετὰ ποσσὶ γυναικός to fall between her feet, i. e. to be born, Il.
V. of the dice, τὰ δεσποτῶν εὖ πεσόντα θήσομαι I shall count my master's throws good or lucky, Aesch.; so of lots, ὁ κλῆρος π. τινί or παρά τινα Plat.; ἐπί τινα NTest.
2. generally, to fall, turn out, εὖ, καλῶς πίπτειν to be lucky, Eur., etc.
VI. to fall under, belong to a class, Arist.

Frisk Etymology German

πίπτω: (seit Il.),
{pí̄ptō}
Forms: Fut. πεσέομαι (ep. ion.), -οῦμαι (att.), Aor. πετεῖν, ἔπετον (dor. äol.), πεσεῖν, ἔπεσον (ion. att.), Perf. Ptz. Akk. πεπτεῶτ’, -εῶτας (ep.), Nom. -ηώς (ion.; auch von πτήσσω), -ώς (Trag.), Ind. πέπτωκα, Ptz. -ωκώς (att.),
Grammar: v.
Meaning: fallen, herabfallen, hinsinken, ausfallen.
Composita: sehr oft m. Präfix, z.B. εἰσ-, ἐκ-, ἐμ-, ἐπι-, κατα-, μετα-, περι-, προ-, συμ-, ὑπο-,
Derivative: Zahlreiche Ableitungen. 1. πότμος m. ‘das (fallende) Los, Geschick, Tod(eslos)’ (ep. poet. seit Il.). 2. πτῶμα n., oft m. Präfix (σύμ-~ usw. von συμπίπτειν usw.) in wechselnden Bedd., Fall, Sturz, das Gefallene, die Leiche (att. seit A., hell. u. sp.) mit Demin. -μάτιον (Inschr. Kleinas.), -ματίς f. Tummelbecher (Mosch. ap. Ath.), -ματικός zum Fallen geneigt (hell. u. sp.), -ματίζω zu Falle bringen (hell. u. sp.) mit -ματισμός m. Fallsucht (Ptol. u.a.). 3. πτῶσις (σύμ-~ usw.) f. Fall (Hp., att.), u.a. Fall des Würfels, woraus als gramm. Terminus Flexionsform, Kasus (Arist. usw.), mit -σιμος zu Falle gebracht (A.; nach ἁλώσιμος? Arbenz 80), -τικός (μετα-~ u.a.) flektierbar (Gramm.). 4. πέσος n. Leiche (E. in lyr.), -ημα n. der Fall, das Herabgefallene, die Leiche (Trag.; Chantraine Form. 184, v. Wilamowitz Eur. Her. zu v. 1131), -ωμα n. Sturz (Vaseninschr.; nach πτῶμα). 5. -πετής u.a. in περι-, προπετής herumfallend, hineingeraten bzw. vorüberfallend, bereit, voreilig mit περι-, προπέτεια f. (ion. att.); auch in Zusammenbildungen wie εὐπετής gut ausfallend, bequem, günstig mit -εια f. (ion. att.); διιπετής s. bes. 6. -πτώς in ἀπτώς, -ῶτος nicht fallend (Pi., Pl. u.a.); auch -πτης in ἀπτης (Inschr. Olympia)? — Zu ποταμός s. bes.
Etymology: Das auffallende σ für τ in ion. att. πεσέομαι, -οῦμαι und πεσεῖν ist sekundär und nicht befriedigend erklärt; vgl. Schwyzer 271 Zus. 2 m. Lit., 746 A. 6 und Chantraine Gramm. hom. 1, 451. — Das Formenpaar πί̄πτω (mit ī nach ῥί̄πτω): πετεῖν deckt sich mit γίγνομαι: γενέσθαι; dazu das zweisilbige Fut. πεσέομαι für *πετέ-[σ]ομαι und die dehnstufigen πτω-, πτη- in πέπτωκα, πτῶμα, -σις, πεπτηώς wie γενέτωρ, γνήσιος (γνωτός?; s. zu γίγνομαι), s. Schwyzer 746, 784 u. 360. Eine Neubildung ist πίτνω (-νῶ) mit ι wie in mehreren ν-Präsentia (Schwyzer 695). — Das ganze System stellt eine spezifisch griechische Abzweigung des auch in πέτομαι Riegen vorliegenden alten Verbs dar; die Bed. fallen findet sich noch u.a. in aind. pátati. Einen Berührungspunkt zeigen die Fut. *πετέ-[σ]ομαι: aind. pati-ṣyáti; morphologisch benachbart sind auch πότμος und aind. pát-man- n. Flug, Bahn, Pfad (wäre gr. *πέτμα). — Weiteres s. πέτομαι; vgl. auch πτήσσω und πίτυλος.
Page 2,542-543

Chinese

原文音譯:p⋯ptw 披普拖
詞類次數:動詞(90)
原文字根:落 相當於: (נָפַל‎)
字義溯源:落下*,落,墜落,敗落,落空,掉下,止息,傷害,仆倒,傾倒,掉,降,俯,伏,俯伏,倒,倒塌,跌,跌倒,倒斃,迷失,犯罪,損壞,滅亡。或源自(πέτομαι)=飛*)。參讀 (ἐκπίπτω)同義字
同源字:1) (ἀναπίπτω)靠後 2) (ἀντιπίπτω)抗拒 3) (ἐκπίπτω)墜落 4) (ἐμπίπτω)落在 5) (ἐπιπίπτω)抱著 6) (καταπίπτω)仆倒 7) (παραπίπτω)遺棄 8) (περιπίπτω)落在其中 9) (πίπτω / συμπίπτω)落下 10) (προπετής)向前墜落 11) (προσπίπτω)向前俯伏 12) (πτῶμα)毀滅 13) (συμπίπτω)倒塌
出現次數:總共(91);太(19);可(8);路(18);約(3);徒(9);羅(3);林前(4);來(3);雅(1);啓(23)
譯字彙編
1) 落(15) 太13:5; 太13:7; 太13:8; 可4:4; 可4:5; 可4:7; 可4:8; 路8:6; 路8:7; 路8:8; 路8:14; 約12:24; 徒1:26; 啓8:10; 啓9:1;
2) 俯伏(14) 太2:11; 太4:9; 太17:6; 太18:26; 太18:29; 可5:22; 可14:35; 路8:41; 約11:32; 徒10:25; 啓4:10; 啓5:14; 啓7:11; 啓19:4;
3) 掉(6) 太10:29; 太15:27; 太21:44; 路14:5; 路20:18; 徒20:9;
4) 傾倒了(4) 啓14:8; 啓14:8; 啓18:2; 啓18:2;
5) 墜落(3) 可13:25; 路10:18; 啓6:13;
6) 伏(3) 路5:12; 林前14:25; 啓11:16;
7) 倒(2) 可9:20; 來3:17;
8) 落在(2) 太13:4; 路8:5;
9) 倒塌(2) 路13:4; 徒15:16;
10) 跌倒(2) 羅14:4; 林前10:12;
11) 倒塌了(2) 啓11:13; 啓16:19;
12) 它⋯倒塌了(1) 太7:27;
13) 它⋯倒塌(1) 太7:25;
14) 已傾倒了(1) 啓17:10;
15) 他⋯跌(1) 太17:15;
16) 落下(1) 啓8:10;
17) 我就俯伏(1) 啓22:8;
18) 她⋯仆倒(1) 徒5:10;
19) 我⋯仆倒(1) 徒22:7;
20) 你是⋯墜落的(1) 啓2:5;
21) 倒⋯罷(1) 啓6:16;
22) 我⋯俯伏(1) 啓19:10;
23) 他⋯仆倒(1) 徒9:4;
24) 傷害(1) 啓7:16;
25) 伏⋯地(1) 太26:39;
26) 它⋯掉(1) 路20:18;
27) 他們要倒在⋯下(1) 路21:24;
28) 要⋯墜落(1) 太24:29;
29) 跌倒了(1) 來4:11;
30) 俯(1) 路17:16;
31) 倒下來(1) 路23:30;
32) 倒在(1) 約18:6;
33) 掉下來的(1) 路16:21;
34) 落空(1) 路16:17;
35) 都要掉(1) 太15:14;
36) 它掉(1) 太21:44;
37) 就必敗落(1) 路11:17;
38) 就仆倒(1) 徒5:5;
39) 降(1) 徒13:11;
40) 就倒塌了(1) 來11:30;
41) 你們落在(1) 雅5:12;
42) 我就仆倒(1) 啓1:17;
43) 止息(1) 林前13:8;
44) 就倒斃了(1) 林前10:8;
45) 他們跌倒(1) 羅11:11;
46) 跌倒的(1) 羅11:22;
47) 就俯伏(1) 啓5:8

Mantoulidis Etymological

Ἀπό ρίζα πετ- πού ταυτίζεται μέ τήν πετ- τοῦ πέτομαι. Θέματα: α) πετ-, μέ ἐνεστ. ἀναδιπλασ. καί συγκοπή τοῦ ε → πιπέτ-ω → πίπτω, (ποιητικό: πίτνω). (Μέλλ. πετ-έ-σ-ομαι → πετέομαι πεσέο-μαι μέ τροπή τοῦ τ σέ σ καί μέ συναίρεση → πεσοῦμαι). β) θέμα μέ ἑτεροίωση ποτ-, γ) πτε μέ μετάθεση τοῦ ε → μέ ἔκταση πτηκαί μέ ἑτεροίωση πτω-.
Παράγωγα: πτῶμα (=πέσιμο, ἀτυχία, νεκρό σῶμα), παράπτωμα, περίπτωμα (=δυστύχημα), σύμπτωμα, πτῶσις (=πέσιμο), παράπτωσις, περίπτωσις, σύμπτωσις, πτωτικός (=κλιτός), πτωτός, ἀμετάπτωτος (=ἀμετάβλητος), ἀπτώς -ῶτος (=πού δέν πέφτει), ἀδιάπτωτος (=ἀναμάρτητος, συνεχής), ἄπτωτος, πέσημα, πέσος (=πέσιμο), εὐπετής (=εὔκολος), εὐπετῶς, γονυπετής, δυσπετής (=δύσκολος), δυσπετῶς, περιπετής, περιπέτεια, προπετής (=αὐτός πού πέφτει πρός τά μπρός), οὐρανοπετής, ὑψιπετής, πότμος (=μοίρα, τύχη κακιά). (Τά παράγωγα σέ -πετης, ἄν ἔχουν τό β´ συνθετ. ἀπό ρῆμα πίπτω, εἶναι ὀξύτονα τριτόκλιτα -προπετής προπετοῦς, ἐνῶ ἀπό ρῆμα πέτομαι εἶναι βαρύτονα πρωτόκλιτα ὑψιπέτης -ου).

Lexicon Thucydideum

cadere, to fall, 3.22.4, 4.12.1, 5.10.8,
concidere, corruere, to fall down, collapse, 1.89.3, [vulgo commonly ἐπεπτ.]. 4.112.2, 7.29.3,
incidere in, to encounter, 3.82.2,
Translate, translate 2.89.7, 7.77.7.