πιθήσας

Revision as of 02:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

   A v. πείθω. πῖθι, v. πίνω.

Greek (Liddell-Scott)

πιθήσας: ὡς εἰ ἐκ ῥήματος πιθέω, ἴδε ἐν λέξ. πείθω.

Greek Monotonic

πιθήσας: όπως αν προερχόταν από το πιθέω, μτχ. αορ. αʹ του πείθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιθήσας ptc. aor. act. van πείθω.

Russian (Dvoretsky)

πῐθήσας: эп. part. aor. к πείθω.