πλάγγος

Revision as of 02:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ὁ, a kind of

   A eagle, Arist.HA618b23.

German (Pape)

[Seite 623] ὁ, eine Adlerart, auch νηττοφόνος u. μόρφνος, lat, plancus, Arist. H. A. 9, 32.

Greek (Liddell-Scott)

πλάγγος: ὁ, εἶδος ἀετοῦ, ἴδε ἐν λ. περκνός.

Greek Monolingual

ὁ, Α
είδος αετού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από θ. πλαγγ- του ρ. πλάζω / πλάζομαι «περιπλανιέμαι» (βλ. λ. πλάζω), με τη σημ. «αυτός που περιπλανάται»].

Russian (Dvoretsky)

πλάγγος: ὁ планг (разновидность орла) Arst.