μόρφνος

From LSJ

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόρφνος Medium diacritics: μόρφνος Low diacritics: μόρφνος Capitals: ΜΟΡΦΝΟΣ
Transliteration A: mórphnos Transliteration B: morphnos Transliteration C: morfnos Beta Code: mo/rfnos

English (LSJ)

ὁ, epithet of an eagle, dub. sens., Il.24.316, Hes.Sc.134: taken to be a Subst. by Arist.HA618b25, Lyc.838; described as a vulture by Suid. (On the accent v. Hdn.Gr.1.173.)

German (Pape)

[Seite 209] Beiwort des Adlers, Il. 24, 316, wie Hes. Sc. 134, schon von den Alten verschieden erklärt, entweder für μορόφονος (Schol. Il. a. a. O. und Apoll. L. H. p. 113, 28), mordend, tödtlich, oder wahrscheinlicher von ὄρφνη, mit vorgeschlagenem μ, dunkelfarbig, schwarz, wie auch Arcad. 62, 9 μόρφνοςμέλας statt μέγας zu lesen, an welcher Stelle auch der Accent ausdrücklich bemerkt ist; oder gar von μάρπτω, statt μάρφνος, ὁ συλλαμβάνων, ὁ ταχύς; Aristarch nahm es für eine besondere Adlerart; vgl. Arist. H. A. 9, 32.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de couleur sombre, noirâtre, noir.
Étymologie: cf. ὄρφνη.

Russian (Dvoretsky)

μόρφνος: с темным оперением, темный (αἰετός Hom., Hes.; γένος ἀετοῦ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μόρφνος: ὁ, ἐπίθ. ἀετοῦ, Ἰλ. Ω. 316, Ἡσ. Ἀσπ. Ἠρ. 134· - πιθ. ἐδήλου χρῶμα, μέλας (ἐκ τοῦ ὄρφνη προτασσομένου τοῦ μ), Λατ. furvus· πρβλ. περκνός· ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. ἐθεώρει τὴν λέξ. ὡς οὐσιαστ. ἴδε νηττοκτόνος, - Παρὰ τῷ Ἡσ. ἐσφαλμένως φέρεται μορφνός, πρβλ. Ἀρκάδ. 62. 9 (ἔνθα ὅμως ἀναγνωστέον μέλας ἀντὶ μέγας), πρβλ. ὡσαύτως Λοβεκ. Παραλ. 371. 344.

English (Autenrieth)

a species of eagle, swampeagle, Il. 24.316†.

Greek Monolingual

μόρφνος και μορφνός, ὁ (Α)
1. (για αετό) μελαψός, μαυρωπός
2. είδος αετού, πιθ. γυπαετού, με φτερά μελανόστικτα, ο μαυραετός
3. (κατά τον Ησύχ.) «μορφνός, ξανθός»
4. (κατά το λεξ. Σούδα) «σκοτεινός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ομοιοκαταληξία και η σημασιολογική συγγένεια με το ὀρφνός «σκοτεινός» δεν αποδεικνύει μια μεταξύ τους σχέση. Ο τ. μορφ-νός εμφανίζει πιθ. την ετεροιωμένη βαθμίδα mor-gwh- της ΙΕ ρίζας mer- «αστράφτω, λαμποκοπώ» (με παρέκταση χειλοϋπερωικού -gwh-) και συνδέεται με λιθουαν. margas «ποικιλόχρωμος» και το μορφή. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τα μόρτος, μόρυχος, μορύσσω, οπότε ανάγεται σε ΙΕ ρίζα mer- «λερώνω, βρόμικη κηλίδα». Τέλος, έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι προήλθε με απλολογία από μορβο-φνος < mrgwo-gwhno- (πρβλ. αρχ. ινδ. m rga «μεγάλο πτηνό») και ghwen- «φονεύω» (πρβλ. θείνω)].

Greek Monotonic

μόρφνος: ὁ, επίθ., λέγεται για τον αετό, πιθ. σκούρος, σκοτεινός ως προς το χρώμα, Λατ. furvus, (από την ὄρφνη με το μ να προτάσσεται, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: adjunct or apposition of αἰετός (Ω 316), also name of a kind of eagle (Hes. Sc. 134, Arist., Lyc.), after Suid. = vulture; cf. Thompson Birds s.v.
Other forms: Acc. after Hdn. Gr. 1, 173 with Aristarch;' also μορφνός is mentioned.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Rhiming with ὀρφνός dark (Güntert Reimwortbildungen 164) and like this usually explained as darkcoloured v.t. (Hdn., Suid.). By Solmsen KZ 34, 24ff. connected with Lith. márgas motley etc., s. μορφή. Similar words are μοριφόν σκοτεινόν, μέλαν H. (correct?; cf. Specht Ursprung 119 w. further combinations), μορύσσω, Μόρυχος (H. Petersson LUÅ 1916, 40), also μόρον (s.v.). Other proposals also start from the idea of darkness, s. Bq. -- Quite diff. Pisani Ist. Lomb. 73, 497 ff.: because of the eagle-name νηττοφόνος "killer of ducks" (Arist.) Aeol. with haplology for *μορβο-φν-ο-ς < IE *mr̥gʷo-gʷhn-o-s to Skt. mr̥gá- m. big bird; wellfounded doubts by Belardi Doxa 3, 214.

Middle Liddell

μόρφνος, ὁ, [from ὄρφνη with μ prefixed]
epithet of an eagle, prob. dusky, dark, Lat. furvus, Il., Hes.

Frisk Etymology German

μόρφνος: {mórphnos}
Forms: (Akz. nach Hdn. Gr. 1, 173 mit Aristarch; auch μορφνός wird erwähnt)
Grammar: m.
Meaning: Beiwort oder Apposition von αἰετός (Ω 316), auch Ben. einer Adlerart (Hes. Sc. 134, Arist., Lyk.), nach Suid. — Geier; vgl. Thompson Birds s.v.
Etymology: Reimwort von ὀρφνός dunkel (Güntert Reimwortbildungen 164) und wie dies gewöhnlich als dunkelfarbig o.ä. (Hdn., Suid.) erklärt. Unter dieser Voraussetzung von Solmsen KZ 34, 24ff. zu lit. márgas bunt usw. gezogen, s. μορφή. Anklingende Wörter sind μοριφόν· σκοτεινόν, μέλαν H. (richtig?; vgl. Specht Ursprung 119 m. weiteren Kombinationen), μορύσσω, Μόρυχος (H. Petersson LUÅ 1916, 40), auch μόρον (s.d.). Auch andere Deutungsversuche gehen vom Begriff des Dunkels aus, s. Bq. — Ganz anders Pisani Ist. Lomb. 73, 497 ff.: wegen des Adlernamens νηττοφόνος "Ententöter" (Arist.) äol. mit Haplologie für *μορβοφνο-ς aus idg. *mr̥gʷo-gʷhn-o-s zu aind. mr̥gá- m. u.a. großer Vogel; wohlbegründete Bedenken bei Belardi Doxa 3, 214.
Page 2,258

Mantoulidis Etymological

(=μαῦρος). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Πιθανόν ἀπό τό ὄρφνη (=σκοτάδι τῆς νύχτας), ὀρφνός (=σκοτεινός) μέ προθεμ. μ.