πίσυγγος
English (LSJ)
[ῑ], ὁ,
A = πίσσυγγος (q.v.), shoemaker, Sapph.98 (v.l. πίσσυγοι), Alex.Aet.5.7, Herod.7.39 (prob.), Com.Adesp.330:— hence πῑσύγγιον, τό, his shop, ibid., Hdn.Gr.2.567. (Perh. cf. πεττύκια, πέσσυμπτον.)
German (Pape)
[Seite 621] ὁ, der Schuster, wird richtiger, von πίσσα abgeleitet, πίσσυγγος geschrieben; Alex. Aet. bei Ath. XV, 699 c; Sapph. frg. 38; Poll. 7, 82 erkl. οἱ τὰ ὑποδήματα ῥάπτοντες, aus comic.
Greek (Liddell-Scott)
πίσυγγος: ὁ, σκυτοτόμος, ὑποδηματοποιός, Σαπφὼ 99, Ἀλέξανδρ. ὁ Αἰτωλ. παρ’ Ἀθην. 699C, Κωμικ. Ἀνώμ. 324· ― πῑσύγγιον, τό, τὸ ἐργαστήριον πισύγγου, αὐτόθι. [ῑ, ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐν τῷ Ἀντιγράφῳ τοῦ Ἀθην. φέρεται διὰ σσ.].
Greek Monolingual
και πίσσυγγος, ὁ, Α
υποδηματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης].
Russian (Dvoretsky)
πίσυγγος: (ῑ) ὁ башмачник, сапожник Sappho.