ὑποδηματοποιός
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
ὁ, sandalmaker, Glossaria, prob. in IG22.1576.37.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδηματοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων ὑποδήματα, Ἰω. Χρυσ. τ. 2, σ. 317.
Greek Monolingual
ο / ὑποδηματοποιός, ΝΑ
κατασκευαστής υποδημάτων, παπουτσής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπόδημα, υποδήματος + -ποιός].
German (Pape)
= ὑποδηματορράφος, Sp.