πιτύστεπτος

Revision as of 02:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ον, poet. for Πιτυόστ-,

   A pine-crowned, Πάν AP6.253 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 622] sichtenbekränzt, Pan, Crinag. 7 (VI, 253).

Greek (Liddell-Scott)

πῐτύστεπτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ πιτυόστ-, ἐστεμμένος διὰ πίτυος, Ἀνθ. Π. 6. 253.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la couronne de pins, couronné de pins.
Étymologie: πίτυς, στεπτός.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) ο στεφανωμένος με πίτυ, με κλαδιά πεύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + στεπτός (< στέφω), πρβλ. εριό-στεπτος].

Greek Monotonic

πῐτύστεπτος: -ον (στέφω), αυτός που είναι γεμάτος πεύκα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πῐτύστεπτος: увенчанный пинией, в венке из веток пинии (Πάν Anth.).