πολύρραπτος

Revision as of 02:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A much-sewn, well-stitched, φαρέτρη Theoc.25.265.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύρραφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥαπτός (< ῥάπτω)].

Greek Monotonic

πολύρραπτος: -ον, = το επόμ., σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

πολύρραπτος: Theocr. = πολύρραφος.