ποτεῖδον

Revision as of 02:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ποτιδών, Dor. for προσεῖδον, προσιδών.

Greek (Liddell-Scott)

ποτεῖδον: ποτιδών, Δωρ. ἀντὶ προσεῖδον, προσιδών, Θεόκρ.

Greek Monotonic

ποτεῖδον: ποτιδών, Δωρ. αντί προσεῖδον, προσιδών.

Russian (Dvoretsky)

ποτεῖδον: дор. aor. 2 к προσοράω.