Dor. for πρόσαγε.
[Seite 688] dor. statt πρόσαγε.
πότᾰγε: Δωρ. ἀντὶ πρόσαγε, Θεόκρ. 1. 62., 15. 78.
πότᾰγε: Δωρ. αντί πρόσαγε, σε Θεόκρ.
πότᾰγε: дор. imper. praes. к προσάγω.