πόταγε
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
English (LSJ)
Dor. for πρόσαγε.
German (Pape)
[Seite 688] dor. statt πρόσαγε.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πόταγε Dor. imperat. praes. 2 sing. van προσάγω.
Russian (Dvoretsky)
πότᾰγε: дор. imper. praes. к προσάγω.
Greek (Liddell-Scott)
πότᾰγε: Δωρ. ἀντὶ πρόσαγε, Θεόκρ. 1. 62., 15. 78.
Greek Monotonic
πότᾰγε: Δωρ. αντί πρόσαγε, σε Θεόκρ.