πορφυρεύς

Revision as of 02:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A fisher for purple fish, Hdt.4.151, Arist.Pr.966b25, Ph.1.35, prob.in E. Fr.670.

German (Pape)

[Seite 686] ὁ, Purpurfischer, -sänger, -färber; Her. 4, 151; Luc. Tox. 18; Ael. H. A. 7, 34.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρεύς: έως, ὁ, ἁλιεὺς πορφύρας, ὁ ἁλιεύων κογχύλια πορφύρας, Λατ. purpurarius, Ἡρόδ. 4. 151, Ἀριστ. Προβλ. 38. 2· ― οὕτως ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 672, ὁ Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 234 διορθοῖ βίος πορφυρέως θαλάσσιος ἀντὶ πορφυροῦς.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
1 pêcheur de coquillages à pourpre;
2 teinturier en pourpre.
Étymologie: πορφύρα.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
ο αλιέας πορφυρών, αυτός που μαζεύει κοχύλια - πορφύρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + κατάλ. -εύς (πρβλ. πομπ-εύς)].

Greek Monotonic

πορφῠρεύς: -έως, ὁ, ψαράς πορφυρών κοχυλιών, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

πορφῠρεύς: έως ὁ
1) ловец багрянок (οἱ ἁλιεῖς καὶ πορφυρεῖς Arst.);
2) торговец пурпуром Her.