προσανάκλιμα

Revision as of 02:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that on which one leans, AP7.407 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 749] τό, das, woran man sich lehnt od. stützt, ἐρώτων Diosc. 25 (VII, 407).

Greek (Liddell-Scott)

προσανάκλῐμα: τό, τὸ ἐφ’ οὗ τις ἀνακλίνεται, στηρίζεται, Ἀνθ. Π. 7. 407.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
point d’appui.
Étymologie: προσανακλίνομαι.

Greek Monolingual

-ίματος, τὸ, Α προσανακλίνω
αυτό στο οποίο στηρίζεται κανείς («ἥδιστον φιλέουσι νέοις προσανάκλιμα ἐρώτων Σαπφώ», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

προσανάκλῐμα: τό, αυτό πάνω στο οποίο στηρίζεται κάποιος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

προσανάκλῐμα: ατος τό подпора, опора Anth.