προικίδιον

Revision as of 02:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

τό, Dim. of προίξ, Plu.2.767c.

German (Pape)

[Seite 725] τό, dim. von προΐξ, Plut. amator. 21 M.

Greek (Liddell-Scott)

προικίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ προίξ, Πλούτ. 2. 767C.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite dot.
Étymologie: προίξ.

Greek Monolingual

τὸ, Α προίξ, -κός]
υποκορ. του προίξ.

Russian (Dvoretsky)

προικίδιον: (ῐδ) τό [demin. к προΐξ небольшое или жалкое приданое Plut.