προσδιδάσκω

Revision as of 03:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A teach besides, σμικρὸν π. τινά Pl.Chrm.173d; π. ἀγαθὰ καὶ προσμανθάνειν Men.553.4:—Pass., Ph.2.473 codd.

German (Pape)

[Seite 756] (s. διδάσκω), dazu lehren, σμικρόν με ἔτι προσδίδαξον Plat. Charm. 173 d.

Greek (Liddell-Scott)

προσδῐδάσκω: διδάσκω προσέτι, σμικρὸν πρ. τινὰ Πλάτ. Χαρμ. 173D· πρ. ἀγαθὰ καὶ προσμανθάνειν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 22.

French (Bailly abrégé)

instruire en outre.
Étymologie: πρός, διδάσκω.

Greek Monolingual

Α
διδάσκω κάποιον επί πλέον («σμικρὸν τοίνυν με... ἔτι προσδίδαξον», Πλάτ.).

Greek Monotonic

προσδῐδάσκω: μέλ. -άξω, διδάσκω επιπλέον, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

προσδιδάσκω: еще обучать (τινά Plat.): π. ἀγαθά Men. учить добру.