προσεπιμανθάνω

Revision as of 03:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A learn besides, D.S.4.25, Gal.Thras.39.

German (Pape)

[Seite 761] (s. μανθάνω), noch dazu lernen, zulernen, D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπιμανθάνω: μανθάνω προσέτι, Διόδ. 4. 25, Γαλην.

Greek Monolingual

Α ἐπιμανθάνω
μαθαίνω κάτι εκ τών υστέρων.

Russian (Dvoretsky)

προσεπιμανθάνω: сверх того узнавать (τι Diod.).