προσσφάζω

Revision as of 03:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A slay at, Ὁρτήσιον τῷ μνήματι Plu.Brut.28.

Greek (Liddell-Scott)

προσσφάζω: ἢ -ττω, σφάζω ἐπάνω εἴς τι, λαβὼν (Ὁρτήσιον) τῷ μνήματι τοῦ ἀδελφοῦ προσέσφαξε Πλουτ. Βροῦτ. 28.

Greek Monolingual

και προσσφάττω Α
σφάζω κάποιον ή κάτι πάνω σε κάτι ή μπροστά στα μάτια κάποιου («Ὀρτήσιον λαβὼν τῷ μνήματι τοῡ ἀδελφοῡ προσέσφαξε», Πλούτ.).

Greek Monotonic

προσσφάζω: ή -ττω, σφάζω επάνω σε, με δοτ., σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

προσσφάζω: атт. προσσφάττω закалывать (τινὰ τῷ μνήματί τινος Plut.).