προστάττω

Revision as of 03:06, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

French (Bailly abrégé)

att. c. προστάσσω.

Greek Monolingual

Α
(αττ. τ.) βλ. προστάζω.

Greek Monotonic

προστάττω: Αττ. αντί προστάσσω.

Russian (Dvoretsky)

προστάττω: атт. = προστάσσω.