προστάσσω
ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend
English (LSJ)
Att. προστάττω; Dor. ποτιτάσσω IG12(1).155.91 (Rhodes), Anon. in PSI9.1091.1, also ποιτάσσω IG42(1).122.39, al. (Epid.): pf.
A προστέταχα LXX Da.2.8:—Pass., 1 aor. προσετάχθην (v. infr.), also 2 aor. προσετάγην ib.Si.3.22:
I c. acc. pers.,
1 place at or post at a place, χωρεῖτε οἷ προστάσσομεν (sc. ὑμᾶς) E.Or.1678: —Pass., προσταχθέντα.. πύλαις A.Th.527, cf. S.Ant.670; ᾗ ἄν τις προσταχθῇ Th.2.87, cf. 7.70.
2 attach to, πρὸς τοῖσι ἔθνεσι τοὺς πλησιοχώρους προστάσσων attaching to certain tribes their next neighbours, Hdt.3.89; π. τινάς τινι assign them to his command, Th.5.8, cf. X.Cyr.7.1.20:—Pass., Ἰνδοὶ προσετετάχατο.. Φαρναζάθρῃ Hdt.7.65; κατὰ τέλη στρατηγῷ τινι προστεταγμένοι Th.6.42.
3 reversely, ἐπὶ μὲν τῇ [μοίρῃ] ἑωυτὸν προστάσσειν appointed himself to the one part as their head, Hdt.1.94; π. ἄρχοντά τισι appoint as commander over them, Th.6.93: with dat. omitted, Id.3.16, 8.23:—Pass., ib.8.
II c. acc. rei, command, prescribe, enjoin, περὶ βοηθείας ἢ ἄλλο τι προστάττοντες τῆσι πόλεσι IG12.57.43; ἑκάστῳ ἔργον π., αὑτῷ πόνον π., Hdt. 1.114, E.Ion1176, cf. X.Cyr.4.5.25; πολὺ ἔργον π. ὡς τηλικῷδε Pl.Prm. 136d, etc.; πολλὰς ἐπιμελείας Arist.Pol.1299b8; π. μνᾶς ἕξ prescribe 6 minae, Id.EN1106b2; τισὶ περί τινος π. D.19.71:—Pass., τοῖσι δὲ ἵππος προσετέτακτο = to others orders had been given to supply cavalry, Hdt.7.21, cf. A.Eu.208; τὰ προσταχθέντα = orders given, Hdt.2.121.δ, cf. Isoc.3.13; τὸ προστεταγμένον Hdt.9.104; τὸ προσταχθέν Id.1.114, S.Ph.1010; τὰ προσταχθησόμενα X.Mem.3.5.6: abs., προσταχθὲν αὐτῷ = the order having been given him, Lys.30.2, cf. D.50.12; πλείω τῶν ὑπὸ τῆς πόλεως προσταττομένων δαπανᾶσθαι Lys.25.13.
2 c. dat. pers. et inf., command, order one to do, Hdt.5.105, 9.99, S. OC1018, Th.7.29, X.Cyr.8.6.3, PEnteux.6.4 (iii B.C.), etc.; the dat. must be supplied in Hdt.1.80, S.OC494, etc.:—Pass., impers., ἐκέλευε τοῖσι προσετέτακτο ταῦτα πρήσσειν διαταμεῖν Hdt.7.39; ὁ βασιλεὺς.. ἢ ἄλλος τις οἷς προστέτακται περὶ τούτων IG12.94.19.
3 c. acc. et inf., E.Hel.890; both usages in successive clauses, ὅσα οἱ νόμοι π. τοὺς προσήκοντας ποιεῖν, ἡμῖν π. καὶ ἀναγκάζουσι ποιεῖν D.43.59:—Pass., to be ordered to do, τέσσερες.. κῶμαι.. τοῖσι κυσὶ προσετετάχατο σιτία παρέχειν Hdt.1.192, etc.; ὥσπερ προσετάχθησαν (sc. ἐξεργάσασθαι) Th.5.75.
4 abs., command, order, opp. ὑπηρετέω, Arist.Top.129a12:—Pass., receive orders, ib.14; οἱ προστεταγμένοι Th.1.136.
III Astrol., correl. of ἀκούω v, Ptol.Tetr.35, Heph. Astr.1.9, Serapio in Cat.Cod.Astr.8(4).226.
German (Pape)
[Seite 781] att. -ττω, 1) dazu anordnen, stellen, bes. von Aufstellung der Soldaten, πέμπταισι προσταχθέντα πύλαις, Aesch. Spt. 509, wie Soph. Ant. 666; χωρεῖτε ἕκαστος οἷ προστάσσομεν, Eur. Or. 1678; dah. wozu rechnen, zu einer Klasse oder Partei zählen, τινὰ πρός τινα, Her. 3, 89, τινά τινι, 7, 65; Ἰνδοὶ προσετετάχατο Φαρναζάθρῃ; auch μοίρῃ τινὶ προστάσσειν ἑωυτόν, sich zu einer Partei schlagen, 1, 94; auch ἄρχοντα, dazu einsetzen, vorsetzen, Thuc. 8, 23. 87; vgl. auch Plat. Legg. VI, 784 a. – 2) dazu anordnen, gebieten, befehlen; ἔστιν ἡμῖν τοῦτο προστεταγμένον, Aesch. Eum. 208; χὤτι δεῖ πρόστασσε δρᾶν, Soph. O. C. 495, vgl. 1022; ὃς οὐδὲν ᾔδη πλὴν τὸ προσταχθὲν ποιεῖν, Phil. 998, σοὶ προστάσσω μένειν, Eur. Suppl. 589; τί προστετάχθαι δρᾶν; Phoen. 738; u. in Prosa: τινί τι, Her. u. Folgde; mit folgdm inf., Her. 7, 39. 9, 99; auch mit acc. c. inf., Xen. Mem. 1, 7, 4; bes. wie imperare, Einem Etwas auflegen zu leisten, τοῖσι προσετέτακτο ἵππος, es war ihnen Reiterei zu stellen aufgelegt, Her. 7, 21; τὸ προστεταγμένον, τὰ προσταχθέντα, Befehle, Aufträge, 2, 121. 4, 9. 104; προσταχθέν, da es befohlen worden, Xen. Hell. 2, 5, 35; vgl. οὕτως ἐξ Ἀλεξάνδρου προστεταγμένον, Arr. An. 7, 3, 6; πολὺ ἔργον προστάττεις ὡς τηλικῷδε, Plat. Parm. 136 d; εἰ ἄρα προστάττοι τὸ ἐνύπνιον ταύτην τὴν δημώδη μουσικὴν ποιεῖν, Phaed. 61 a, u. oft; ἡ ἀποδημία ἡ νῦν ἐμοὶ προστεταγμένη, 67 c; τὰ προσταχθέντα δρᾶν, Polit. 305 d; τῷ πρεσβυτέρῳ νεωτέρων πάντων ἄρχειν προστετάξεται, Rep. V, 465 a; Xen. u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
1 préposer : τινα πύλαις ESCHL confier à qqn la garde des portes;
2 assigner, attribuer : πρὸς τοῖσι ἔθνεσι τοὺς πλησιοχώρους HDT rattacher à certaines tribus les tribus voisines ; προστάσσειν τινάς τινι mettre des troupes sous le commandement de qqn ; τινα ἄρχοντα THC désigner qqn comme chef ; p. ext. ordonner, prescrire : τί τινι qch à qqn ; τινί ou τινά avec l'inf. : ordonner à qqn de faire qch ; τὸ προστεταγμένον, τὸ προσταχθέν, ordre donné ; τὰ προσταχθέντα HDT les ordres donnés ; particul., t. médic. prescrire, établir une ordonnance.
Étymologie: πρός, τάσσω.
Russian (Dvoretsky)
προστάσσω: атт. προστάττω
1 приставлять, ставить впереди или во главе: προσταχθεὶς πέμπταισι πύλαις Aesch. назначенный защищать пятые ворота; δορὸς ἐν χειμῶνι προστεταγμένος Soph. поставленный во главе боевой бури, т. е. стоящий на боевом посту; Γύλιππον προστάξαι ἄρχοντα τοῖς Συρακοσίοις Thuc. назначить Гилиппа командующим сиракузскими войсками;
2 причислять, приписывать, относить: πρὸς τοῖσι ἔθνεσι τοὺς πλησιοχώρους π. Her. отнести (т. е. причислить) к (отдельным) народам (их) ближайших соседей; στρατηγῷ (τινι) προστεταγμένοι Thuc. подчиненные тому или иному военачальнику;
3 тж. med. предписывать, приказывать, поручать (τινί τι Her., Xen., Plat., Arst., реже τινὶ περί τινος Dem.; προσταχθὲν αὐτῷ ἀναγράψαι τοὺς νόμους τοὺς Σόλωνος Lys.): ὥσπερ προσετάχθησαν Thuc. как им было приказано; τὸ προσταχθέν, τὸ προστεταγμένον и τὸ προσταχθησόμενον Her., Xen., Soph. приказ, приказание, предписание, поручение; πλείω τῶν ὑπὸ τῆς πόλεως προσταττομένων Lys. больше, чем предписывается государством; οἱ προστεταγμένοι κατὰ πύστιν Thuc. получившие приказание о разведке; προστεταγμένοι καιροί NT установленные сроки.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προστάττω, Ion. προστάσσω, Ion. plqpf. med.-pass. 3 plur. en later προσετετάχατο opstellen bij, met acc., en dat. of plaatsbep.; pass..; πέμπταισι προσταχθέντα... πύλαις opgesteld bij de vijfde poort Aeschl. Sept. 527; χώραν μὴ προλείποντες ᾗ ἄν τις προσταχθῇ zonder de plaats te verlaten waar men was opgesteld Thuc. 2.87; toewijzen aan, met acc. en dat. of prep. bep.:; πρὸς τοῖσι ἔθνεσι τοὺς πλησιοχώρους π. aan die volken hun directe naburen koppelen Hdt. 3.89.1; τοὺς δ’ ἐκ πλαγίου σὺ ἄλλοις πρόσταξον jij moet de soldaten op de flank overdragen aan anderen Xen. Cyr. 7.1.20; aanstellen als, met dubb. acc. en dat.:; Γύλιππον... π. ἄρχοντά τοῖς Συρακοσίοις Gylippos als commandant over de Syracusanen aanstellen Thuc. 6.93.2; plqperf. pass.. προσετέτακτο... ἄρχων Κλέαρχος Klearchos was hierbij tot commandant aangesteld Thuc. 8.8.2. bevelen, opdragen:; χωρείτε οἷ προστάσσομεν ga waarheen we jullie opdragen te gaan Eur. Or. 1678; met acc. v. h. inw. obj..; πολλὰς ἐπιμελείας π. vele taken opdragen Aristot. Pol. 1299b8; met acc. v. h. inw. obj. en dat..; αὐτῷ ἔργον τι προστάξαι hem een taak opdragen Xen. Cyr. 4.5.25; met dat. en inf..; προστάξαι ἑνὶ τῶν θεραπόντων... εἰπεῖν hij beval één van zijn dienaren om te zeggen... Hdt. 5.105.2; met acc. en inf..; ὅς με προστάσσει τάδε εἰπεῖν die mij opdraagt dit te zeggen Eur. Hel. 890; pass. opdracht krijgen; met inf..; τοῖσι κυσὶ προσετετάχατο σιτία παρέχειν zij hadden de opdracht de honden van eten te voorzien Hdt. 1.192.4; onpers..; ἐκέλευσε τοῖσι προσετέτακτο ταῦτα πρήσσειν... διαταμεῖν hij beval degenen die die opdracht hadden gekregen hem doormidden te snijden Hdt. 7.39.3; onpers. acc. abs..; προσταχθέν... αὐτῷ... ἀναγράψαι τοὺς νόμους toen hij de opdracht had gekregen de wetten op te schrijven Lys. 30.2; ptc. subst..; τὰ ὑπὸ τῆς πόλεως προσταττόμενα wat door de stad (telkens) werd opgedragen Lys. 25.13; τὰ προσταχθέντα de opdrachten Hdt. 2.121δ6; sing.. τὸ προσταχθὲν ἐκ τοῦ Κύρου wat door Cyrus was opgedragen Hdt. 1.114.3; τὸ προστεταγμένον het opgedragene Hdt. 9.104.
Greek (Liddell-Scott)
προστάσσω: Ἀττ. -ττω· Δωρ. ποτιτάσσω Συλλ. Ἐπιγρ. 2525. 91. Ι. μετ’ αἰτ. προσ., 1) τοποθετῶ ἢ παρατάσσω ἔν τινι τόπῳ, κυρίως ἐπὶ στρατοῦ, προσταχθεὶς πύλαις Αἰσχύλ. Θήβ. 527, πρβλ. 570, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 670· χωρεῖτε οἷ προστάσσομεν (ἐξυπ. ὑμᾶς) Εὐρ. Ὀρ. 1678. - Παθ., προσταχθέντα... πύλαις Αἰσχύλ. Θήβ. 527· ᾗ ἄν τις προσταχθῇ Θουκ. 2. 87, πρβλ. 7. 70. 2) τάσσω πλησίον, προσαρτῶ εἴς τινα, πρὸς τοῖσι ἔθνεσι τοὺς πλησιοχώρους προστάσσων, προσαρτῶν δὲ εἰς τὰ ἔθνη καὶ τοὺς πλησιοχώρους (ὡς μὴ ὄντας ἀρκούντως πολυαρίθμους ὥστε νὰ ἀποτελέσωσιν ἰδίαν σατραπείαν), Ἡρόδ. 3. 89· ὡσαύτως, ἐπὶ μὲν τῇ μένειν αὐτοῦ λαγχανούσῃ τῶν μοιρέων ἑωυτὸν τὸν βασιλέα προστάσσειν, «καὶ τῆς μὲν μοίρας εἰς τὴν ὁποίαν ἤθελε πέσει ὁ λαχνὸς νὰ μένῃ εἰς τὸν τόπον, νὰ εἶναι ἀρχηγὸς ὁ ἴδιος» (μετάφρασις Ραδινοῦ), ὁ αὐτ. 1. 94· οὕτω, πρ. τινάς τινι, ὑποβάλλω εἰς τὰς διαταγάς τινος, Θουκ. 5. 8· καὶ ἐν τῷ παθ., Ἰνδοὶ προσετετάχατο... Φαρναζάθρῃ Ἡρόδ. 7. 65· στρατηγῷ τινι προστεταγμένοι Θουκ. 6. 42· - περὶ τῆς γραφῆς προσταχθέντα ἐν Σοφ. Ο. Τ. 206, ἴδε ἐν λ. προΐστημι, ἴδε καὶ σημ. Jebb ἐν Σοφ. Ο. Τ. 206. 3) τἀνάπαλιν, πρ. ἄρχοντά τινι, διορίζω ὡς ἄρχοντα, κυβερνήτην, ἐπί τινος, Θουκ. 6. 93· καὶ ἄνευ τῆς δοτικῆς, ὁ αὐτ. 3. 16., 8. 23· Παθ., 8. 8. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., δίδω ὡς προσταγήν, ἐπιβάλλω, ἔργον, πόνον πρ. τινὶ Ἡρόδ. 1. 114, Εὐρ. Ἴων. 1176, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 25, Πλάτ., κλπ.· πολλὰς ἐπιμελείας Ἀριστ. Πολ. 4. 15, 8· πρ. ἓξ μνᾶς, ὁρίζω ἐκ τῶν προτέρων 6 μνᾶς, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 2. 6, 7· ὡσαύτως, πρ. τινὶ περί τινος Δημ. 363. 26. - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Νόμ. 818Ε. - Παθ., τοῖσι δὲ ἵππος προσετέτακτο, εἰς τούτους εἶχε δοθῆ διαταγὴ (εἶχεν ὁρισθῆ) νὰ παράσχωσιν ἱππικόν, Ἡρόδ. 7. 21, Αἰσχύλ. Εὐμ. 208· τὰ προσταχθέντα Ἡρόδ. 2. 121, 4· τὸ προστεταγμένον ὁ αὐτ. 9. 104· τὸ προσταχθὲν Ἡρόδ. 1. 114, Σοφ. Φιλ. 1010· τὰ προσταχθησόμενα Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 6· ἀπολ., προσταχθέν μοι Λυσί. 183. 12, Δημ. 1210. 5· πλείω τῶν ὑπὸ τῆς πόλεως προσταττομένων δαπανᾶσθαι Λυσί. 172. 18. 2) μετὰ δοτικῆς προσ. καὶ ἀπαρεμφ., ὡς καὶ νῦν, προστάσσω, διατάττω τινὰ νὰ πράξῃ τι, Ἡρόδ. 5. 105., 9. 99, Σοφ. Ο. Κ. 494, 1018, κτλ.· ἡ δὲ δοτικὴ αὕτη πρέπει νὰ ἐξυπακούηται ἐν χωρίοις, οἷα τὰ ἐν Ἡροδ. 1. 80· ὡσαύτως, πρ. τινὶ ὅπως... Ξεν. Κύρ. 7. 1, 20, πρβλ. προστακτέον. - Παθητ., ἀπροσ., ἐκέλευε τοῖσι προσετέτακτο ταῦτα πρήσσειν... διαταμέειν Ἡρόδ. 7. 39. 3) ὡσαύτως μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Εὐρ. Ἑλ. 890, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 3· ἀμφότεραι δὲ αἱ συντάξεις ἀπαντῶσιν εἰς συνεχεῖς προτάσεις, οἷον ὅσα οἱ νόμοι πρ. τοὺς προσήκοντες ποιεῖν ἡμῖν καὶ ἀναγκάζουσι ποιεῖν Δημ. 1070. 1. - Παθ., διατάττομαι νὰ πράξω τι, τέσσερες... κῶμαι... τοῖσι κυσὶ προσετετάχατο σιτία παρέχειν Ἡρόδ. 1. 192, πρβλ. Θουκ. 5. 75, κτλ. 4) ἀπολ., διατάττω, κελεύω, εἶμαι κύριος, ἀντίθετον τῷ ὑπηρετέω, Ἀριστ. Τοπ. 5. 1, 6. - Παθ., προστάσσομαι, λαμβάνω διαταγάς, οἱ προστεταγμένοι Θουκ. 1. 136.
English (Strong)
from πρός and τάσσω; to arrange towards, i.e. (figuratively) enjoin: bid, command.
English (Thayer)
1st aorist προσέταξα; perfect passive participle προστεταγμενος; from (Aeschylus and) Herodotus down;
1. to assign or ascribe to, join to.
2. to enjoin, order, prescribe, command: the Sept. for צִוָּה; absolutely καθώς προσέταξε, R G T; τί, τίνι τί, passive, to appoint, to define, passive, προστετάγμενοι καιροί, G L (stereotype edition (larger edition, πρός τεταγμένοι)) T Tr WH, for the προτετάγμενοι. (Synonym: see κελεύω, at the end.)
Greek Monolingual
προστάσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. προστάττω και δωρ. τ. ποτιτάσσω και ποιτάσσω Α
δίνω διαταγή συνήθως με έντονο τρόπο, παραγγέλλω, διατάζω (α. «τούτο προστάζει ο βασιλιάς και μ' έστειλε φερμάνι», δημ. τραγούδι
β. «ἐπὶ τῆς κτίσεως συνεξέλαμψε τὸ φῶς τῷ προστάγματι», Γρηγ. Νύσσ
γ. «περὶ βοηθείας ἤ ἄλλο τι προστάττοντες τῇσι πόλεσι», επιγρ.)
αρχ.
1. (κυρίως σχετικά με στρατό) τοποθετώ κάποιον σε μία θέση
2. τάσσω κοντά σε κάποιον, παρατάσσω («καὶ πρὸς τοῖσι ἔθνεσι τοὺς πλησιοχώρους προστάσσων», Ηρόδ.)
3. υποβάλλω κάποιον στις διαταγές κάποιου άλλου
4. εξουσιάζω
5. ορίζω άρχοντα, αρχηγό σε άλλους («καὶ Γύλιππον τὸν Κλεανδρίδου προστάξαντες ἄρχοντα τοῖς Συρακοσίοις», Θουκ.)
6. αστρολ. (για αστέρες) βρίσκομαι ο ένας απέναντι στον άλλο, αντικρύζω
7. (η μτχ. ουδ. μέσ. ενεστ., μέσ. παρακμ. και παθ. αορ. ως ουσ.) τo προσταττόμενον και τo προστετάγμενον και τo προσταχθέν
η προσταγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- / ποτι- (βλ. λ. ποτί) + τάττω / τάσσω. Ο νεοελλ. τ. προστάζω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. προσέταξα κατά το σχήμα ἔκραξα: κράζω.
Greek Monotonic
προστάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. με αιτ. προσ.,
1. τοποθετώ ή παρατάσσω σε ένα μέρος, χωρεῖτε οἷ προστάσσομεν (ενν. ὑμᾶς), σε Ευρ. — Παθ., προστ. πύλαις, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. τοποθετώ κοντά σε κάποιον, συνάπτω, προσαρτώ, σε Ηρόδ.· προστάσσει τινάς τινι, τους υποβάλλει στις διαταγές του, σε Θουκ. — Παθ., Ἰνδοὶ προσετετάχατο Φαρναζάθρῃ, σε Ηρόδ.
3. αντιστρόφως, προστάσσω ἄρχοντα, διορίζω ως άρχοντα άλλων, ως κυβερνήτη, στον ίδ.
II. 1. με αιτ. πράγμ., δίνω διαταγή, ορίζω, διατάσσω, ἔργον, πόνον προστάσσω τινί, στον ίδ. κ.λπ. — Παθ., τοῖσι δὲ ἵππος προσετέτακτο, σε αυτούς είχε δοθεί διαταγή (είχε ορισθεί) να προσφέρουν ιππικό, στον ίδ.· τὰ προσταχθέντα, οι διαταγές που έχουν δοθεί, στον ίδ.· τὸπροστεταγμένον, στον ίδ.· τὰ προσταχθησόμενα, οι διαταγές που θα δοθούν, σε Ξεν.· απόλ., προσταχθέν μοι, η διαταγή που έχει δοθεί σε μένα, σε Δημ.
2. με δοτ. προσ. και απαρ., διατάζω, προστάζω κάποιον να κάνει κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ. απρόσ., προσετέτακτό τινι πρήσσειν, στον ίδ.
3. με αιτ. και απαρ., σε Ευρ. — Παθ., διατάζομαι να κάνω, σε Ηρόδ.· απόλ., λαμβάνω διαταγές, σε Θουκ.
Middle Liddell
Attic -ττω fut. ξω
I. c. acc. pers.,
1. to place or post at a place, χωρεῖτε οἷ προστάσσομεν (sc. ὑμᾶσ) Eur.:—Pass., προσταχθείς πύλαις Aesch., etc.
2. to attach to, assign to, Hdt.; πρ. τινάς τινι to assign them to his command, Thuc.:—Pass., Ἰνδοὶ προσετετάχατο Φαρναζάθρῃ Hdt.
3. reversely, πρ. ἄρχοντα to appoint as commander over others, Hdt.
II. c. acc. rei, to give as a command, prescribe, enjoin, ἔργον, πόνον πρ. τινί Hdt., etc.:—Pass., τοῖσι δὲ ἵππος προσετέτακτο to others orders had been given to supply cavalry, Hdt.; τὰ προσταχθέντα orders given, Hdt.; τὸ προστεταγμένον Hdt.; τὰ προσταχθησόμενα orders that will be given, Xen.:—absol., προσταχθέν μοι the order having been given me, Dem.
2. c. dat. pers. et inf. to command, order one to do, Hdt., etc.:—Pass., impers., προσετέτακτό τινι πρήσσειν Hdt.
3. c. acc. et inf., Eur.:—Pass. to be ordered to do, Hdt.: absol. to receive orders, Thuc.
Chinese
原文音譯:prost£ssw 普羅士-他所
詞類次數:動詞(7)
原文字根:向著-規定 相當於: (צָוָה)
字義溯源:正在處理,命令,吩咐,統治,管理,治理;由(πρός)=向著)與(τάσσω)*=處理,安排)組成;其中 (πρός)出自(πρό)*=前)。參讀 (διαμαρτύρομαι)的同義字
出現次數:總共(7);太(3);可(1);路(1);徒(2)
譯字彙編:
1) 所吩咐的(3) 太1:24; 可1:44; 路5:14;
2) 吩咐(3) 太21:6; 徒10:33; 徒10:48;
3) 吩咐的(1) 太8:4
Lexicon Thucydideum
praeficere, to place in charge over, 3.16.3, 3.26.1. 6.93.2, 7.19.4. 8.23.4. 8.39.2.
mandare, committere, to entrust, commit, 5.8.4,
imperare, iubere, to command, order, 7.29.1, 8.5.5, 8.28.3. 8.87.1,
PASS. praefici, to be put in charge over, 1.136.2, 2.87.8, 5.75.6. 6.31.4. 7.70.3, 8.8.2. 8.80.1. 8.99.1.
mandari, committi, to be entrusted, be committed, 6.42.1, 8.26.1,
iuberi, to be ordered, 8.87.2.