-ον, ΜΑαυτός που σπάρθηκε ή γονιμοποιήθηκε πρώτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -σπόρος (< σπόρος < σπείρω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].
πρωτόσπορος: впервые созидающий, творящий (θεοῦ φωνή Anth.).