πρόχωλος

Revision as of 03:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A very lame or halt, Luc.Ocyp.146.

German (Pape)

[Seite 800] sehr lahm, Luc. Ocyp. 146.

Greek (Liddell-Scott)

πρόχωλος: -ον, πολὺ χωλός, ὁλωσδιόλου χωλός, Λουκ. Ὠκύπ. 146.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait boiteux.
Étymologie: πρό, χωλός.

Greek Monolingual

-ον, Α χωλός
εντελώς χωλός, κουτσός.

Greek Monotonic

πρόχωλος: -ον, πολύ χωλός, κουτσός, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

πρόχωλος: сильно хромающий Luc.