ῥύατο

Revision as of 03:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A v. ἐρύω (B).

Greek (Liddell-Scott)

ῥύᾰτο: γ΄ πληθ. συγκεκομ. ἀορ. τοῦ ῥύομαι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. impf. épq. de ῥύομαι.

English (Autenrieth)

see ῥύομαι.

Greek Monotonic

ῥύᾰτο: Επικ. αντί ἐρύοντο, γʹ πληθ. αορ. βʹ του ῥύομαι.

Russian (Dvoretsky)

ῥύατο: (ῠ) эп. 3 л. pl. impf. к ῥύομαι.