σαινίδωρος

Revision as of 03:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A coaxing by presents, Epicurus' nickname for Antidorus, cj. for Σαννίδωρος in Epicur.Fr.4.

German (Pape)

[Seite 857] mit Geschenken schmeichelnd, komischer Ausdruck des Epicur. bei D. L. 10, 8.

Greek (Liddell-Scott)

σαινίδωρος: -ον, ὁ διὰ δώρων κολακεύων, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 8.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κολακεύει με δώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαίνω «κουνώ την ουρά, κολακεύω» + -δωρος (< δῶρον), πρβλ. σαννί-δωρος].

Russian (Dvoretsky)

σαινίδωρος: ирон. прельщающий дарами, старающийся задарить Diog. L.