σαίνω

From LSJ

μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαίνω Medium diacritics: σαίνω Low diacritics: σαίνω Capitals: ΣΑΙΝΩ
Transliteration A: saínō Transliteration B: sainō Transliteration C: saino Beta Code: sai/nw

English (LSJ)

Hes.Th.771:
A Ep. impf. σαῖνον Od.10.219: aor. ἔσηνα 17.302; Dor. ἔσᾱνα Pi.O.4.6, P.1.52:—Pass., A.Ch.194:—prop. of dogs, wag the tail, fawn, ὅτ' ἂν ἀμφὶ ἄνακτα κύνες . . σαίνωσι Od.10.217; νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας 16.6; σαίνεις δάκνουσα καὶ κύων λαίθαργος εἶ S.Fr.885; ἡ κύων ἔσηνε καὶ προσῆλθ' Apollod. Com.14.5: with the dat. added, οὐρῇ μέν ῥ' ὅ γ' ἔσηνε, of the dog Argus, Od.17.302; σ. οὐρῇ τε καὶ οὔασι Hes. l.c.; ἔσαινεν οὐρᾷ με S. Fr.687 (ἔσαινεν οὐράν wagged his tail, Hemsterhuis, cf. Sch.rec.A. Th.704, Sch.rec.Theoc.2.109).
II metaph. of persons, fawn, cringe, ὑδαρεῖ σ. φιλότητι A.Ag.798 (anap.), cf. Pers.97 (lyr., s.v.l.); also σ. ποτὶ πάντας Pi.P.2.82; σ. ποτὶ ἀγγελίαν greet it with joy, Id.O.4.6.
III c. acc. pers., fawn upon, κέρκῳ τινά Ar.Eq.1031, cf. AP9.604 (Noss.); so of fishes, σαίνοντες οὐραίοισι τὴν κεκτημένην S. Fr.762.
2 fawn on, pay court to, greet, τινα Pi.P.1.52; ὅτ' ἐλεύθερος ἀτμένα σαίνει Call.Aet.1.1.19; σ. μόρον cringe to it, seek to avert it, A.Th.383,704; παιδός με σαίνει φθόγγος greets me, S.Ant.1214; φαιδρὰ γοῦν ἀπ' ὀμμάτων σαίνει με greets me gladly from her eyes, Id.OC320.
3 gladden, esp. with hope or conviction, ἐλπίδι κέαρ B.1.55; οὐ γάρ με σ. θέσφατα E.Ion685 (lyr.); τὰ λεγόμενα . . σ. τὴν ψυχήν Arist.Metaph.1090a37; so σ. τὴν ὑπόσχεσιν receive it with marks of gladness, Luc.Merc.Cond.20 (dub., σαίνει τῇ ὑποσχέσει is prob. cj.):—Pass., σαίνομαι δ' ὑπ' ἐλπίδος A.Ch.194.
4 beguile, cozen, deceive, ἡ δ' ἄρ' ἐν σκότῳ λήθουσά με ἔσαιν' Ἐρινύς S.Fr.577; σ. μ' ἔννυχος φρυκτωρία seeks to deceive me, E.Rh.55 (or in signf. 111.3).
5 in 1 Ep.Thess.3.3, σαίνεσθαι ἐν ταῖς θλίψεσι seems to mean to be shaken, be disturbed; σαινόμενοι τοῖς λεγομένοις ἐδάκρυον D.L.8.41 (or in signf. 111.4); σαίνεται· κινεῖται, σαλεύεται, ταράττεται, Hsch.; but cf. σιαίνω.

German (Pape)

[Seite 857] aor. ἔσηνα, auch ἔσανα, Apollod. com. bei Ath. I, 3 c (verwandt mit σείω), 1) wed eln mit dem Schwanz, eigtl. vom Hunde, ὅτ' ἂν ἀμφὶ ἄνακτα κύνες δαίτηθεν ἰόντα σαίνωσι, Od. 10, 217. 16, 6; οὐρῇ μέν ῥ' ὅγ' ἔσηνε, 17, 302; von Wölfen u. Löwen, 10, 219; οὐρῇ τε καὶ οὔασι σαίνειν, mit Schwanz und Ohren wedeln, wackeln, Hes. Th. 771; κέρκῳ, Ar. Equ. 1026; Sp. auch trans., σαίνειν οὐράν, den Schwanz wedelnd hin und her bewegen; auch ἡ οὐρὰ σαίνει, der Schwanz wedelt, u. σαίνειν τινά, Einen anwedeln, Nossis 9 (IX, 604); vgl. Onest. 10 (VII, 66). – Übertr., schmeicheln, lieb kosen, μὶν φίλον ἔσανεν, Pind. P. 1, 52; schmeicheln, Aesch. Pers. 97 Ag. 772; μόρον, dem Tode schmeicheln, daß er Einen nicht wegraffe, d. i. ihn scheuen, meiden, Spt. 365. 686; σαίνων τε γαστρὸς ἀνάγκαις, nachgebend, Ag. 707; auch pass., σαίνομαι ὑπ' ἐλπίδος, Ch. 192; u. in späterer Prosa, wie Pol. 16, 24, 6; Luc. D. D. 12, 2. Fugit. 16; ποτὶ ἀγγελίαν, eine Botschaft freundlich aufnehmen, Pind. Ol. 4, 5, vgl. σαίνων ποτὶ πάιτας, P. 2. 62, freundlich oder gefällig gegen Einen sein; übertr. von sanften, schmeichelnden Meereswellen, Valck. Theocr. 6, 12. – 2) wie Soph. Ant. 1199 von einem Worte sagt παιδός με σαίνει φθόγγος, der Ton trifft mein Ohr, so übh. erschüttern, bewegen, erschrecken, σαίνει μ' ἔννυχος φρυκτωρία, Eur. Rhes. 55, vgl. Ion 685; bes. bei Sp., wie N.T.

French (Bailly abrégé)

f. σανῶ, ao. ἔσηνα, pf. inus.
Pass. f. σανθήσομαι;
I. remuer la queue en signe de joie : ἀμφί τινα OD tourner autour de qqn en remuant la queue ; σαίνειν οὐρῇ OD remuer la queue ; fig. τι accueillir qch avec des démonstrations de joie;
II. tr. 1 flatter, caresser, comme font les chiens en remuant la queue ; μόρον ESCHL flatter la mort pour la fléchir ; παιδός με σαίνει φθόγγος SOPH la voix de mon fils caresse (càd arrive jusqu'à) mon oreille;
2 calmer, apaiser (la douleur), tromper, acc.;
NT: émouvoir ; agiter, ébranler ; causer du dérangement, du dégoût ; (Pass.) être dérangé, agacé ; être dégoûté.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαίνω, ep. imperf. σαῖνον; Dor. aor. ἔσανα kwispelstaarten, kwispelen:. ἀμφὶ ἄνακτα σ. kwispelend om hun baas heenlopen Od. 10.217. overdr. met acc. vriendelijk begroeten, blij verwelkomen:. παιδός με σαίνει φθόγγος het stemgeluid van mijn zoon verwelkomt mij blij Soph. Ant. 1214; οὐ γάρ με σαίνει θέσφατα want de orakels lachen mij niet toe Eur. Ion 685. vleien, kruipen voor:. σὺν δ’ ἀνάγκᾳ νιν φίλον... ἔσανεν noodgedwongen heeft hij hem gevleid om hem vriendelijk te stemmen Pind. P. 1.52; σ. μόρον kruipen voor het doodslot (om het af te wenden) Aeschl. Sept. 383.

Russian (Dvoretsky)

σαίνω: (fut. σᾰνῶ, aor. ἔσηνα - дор. ἔσᾱνα)
1 вилять, махать (οὐρῇ Hom. и οὐραν Soph.): σ. κέρκῳ τινά Arph. вилять хвостом перед кем-л.;
2 вилять хвостом (σαίνοντες κύνες Hom.): σ. τινά Arst., Anth. вилять хвостом перед кем-л.;
3 ласкаться, быть ласковым (πρός τινα и τινά Pind.);
4 радоваться (ποτὶ ἀγγελίαν Pind.; τὴν ὑπόσχεσιν Luc.);
5 льстить, лебезить, обхаживать: ὑδαρεῖ σ. φιλότητι Aesch. льстить притворной дружбой; σ. μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ Aesch. трусливо стараться избежать смерти и сражения; σαίνεσθαι ὑπ᾽ ἐλπίδος Aesch. льстить себя надеждой;
6 ласкать, радовать, нравиться (τὴν ψυχήν Arst.; παιδός με σαίνει φθόγγος Soph.): οὔ με σαίνει θέσφατα Eur. не по душе мне (эти) пророчества;
7 pass. колебаться, смущаться (ἐν ταῖς θλίφεσι NT).

English (Autenrieth)

ipf. σαῖνον, aor. ἔσηνε: wag the tail, fawn upon, w. dat. of the tail wagged, Od. 17.302.

English (Slater)

σαίνω (aor. ἔσᾶνεν, -αν.)
   a fawn upon c. acc., πρὸς c. acc. σὺν ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν (P. 1.52) σαίνων ποτὶ πάντας ἄταν πάγχυ διαπλέκει (P. 2.82)
   b show joy c. πρός c. acc. ξείνων δ' εὖ πρασσόντων, ἔσαναν αὐτίκ ἀγγελίαν ποτὶ γλυκεῖαν ἐσλοί (ἀντὶ τοῦ ἐχάρησαν Σ.) (O. 4.5)

English (Strong)

akin to σείω; to wag (as a dog its tail fawningly), i.e. (generally) to shake (figuratively, disturb): move.

English (Thayer)

present infinitive passive σαίνεσθαι; (ΣΑΩ, σείω); 1. properly, to wag the tail: of dogs, Homer, Odyssey 16,6; Aelian v. h. 13,41; Aesop fab. 229, Halm edition (354edition Coray); with ὀυρη added, Odyssey 17,302; Hesiod theog. 771; οὐράν, Aesop, the passage cited; others; see Passow (or Liddell and Scott), under the word, I:2. metaphorically,
a. to flatter, fawn upon (Aeschylus, Pindar, Sophocles, others).
b. to move (the mind of one), α. agreeably: passive, ὑπ' ἐλπίδος, Aeschylus, Oppian; ἀληθῆ σαινει τήν ψυχήν, Aristotle, metaphorically, 13,3, p. 1090a, 37. β. to agitate, disturb, trouble: passive, A. V. move (Buttmann, 263 (226))) (here Lachmann ἀσαίνω, which see); οἱ δέ σαινόμενοι τοῖς μενοις ἐδακρυον, (Diogenes Laërtius 8,41.

Greek Monolingual

ΝΑ
1. (ιδίως για σκύλους) κουνώ την ουρά ως εκδήλωση αγάπης προς κάποιον
2. μτφ. φέρομαι θωπευτικά, περιποιούμαι κάποιον
αρχ.
1. χαιρετίζω («παιδός με σαίνει φθόγγος», Σοφ.)
2. χαροποιώ, ιδίως με ελπίδες («τὰ λεγόμενα... σαίνει τὴν ψυχήν», Αριστοτ.)
3. εξαπατώ, παραπλανώ με κολακευτικούς τρόπους («ἡ δ' ἄρ' ἐν σκότῳ ληθούσα με ἔσαιν' Ἐρινύς», Σοφ.)
4. ενοχλώ
5. παθ. σαίνομαι
ταράζομαι, αναστατώνομαι («σαινόμενοι τοῖς λεγομένοις ἐδάκρυον», Διογ. Λαέρ.)
6. φρ. α) «σαίνω ποτὶ ἀγγελίαν» — δέχομαι την αγγελία με χαρά
β) «σαίνω τὴν ὑπόσχεσιν» δέχομαι την υπόσχεση με χαρά
γ) «σαίνω μόρον» — προσπαθώ με κολακείες να αποφύγω τον θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η αναγωγή της λ. σε ΙΕ ρίζα teu- / tu- «φουσκώνω» (πρβλ. σῶς, λιθουαν. tvinstu «φουσκώνω») δεν θεωρείται πιθανή].

Greek Monotonic

σαίνω: Επικ. παρατ. σαῖνον, αόρ. αʹ ἔσηνα, Δωρ. ἔσᾱνα·
I. λέγεται για σκύλους, κουνώ την ουρά μου, πηδώ δείχνοντας τη χαρά μου, κάνω χαρές, σε Ομήρ. Οδ.· οὐρῇ ἔσηνε, λέγεται για τον Άργο, τον σκύλο του Οδυσσέα, λόγω της υποδοχής που επεφύλαξε στον Οδυσσέα, όταν εκείνος επέστρεψε στην Ιθάκη, στο ίδ.
II. μεταφ., κολακεύω, χαϊδεύω, υποκλίνομαι με χαμέρπεια, φιλοφρονώ, σε Πίνδ., Αισχύλ.
III. με αιτ. προσ.·
1. φέρομαι θωπευτικά σε κάποιον, τον κολακεύω, φιλοφρονώ, σε Αριστοφ.· περιποιούμαι κάποιον, τον χαιρετώ, τον ασπάζομαι, σε Πίνδ., Σοφ.· σ. μόρον, εξορκίζω, προσπαθώ να αποφύγω το θάνατο, σε Αισχύλ. — Παθ., σαίνομαι ὑπ' ἐλπίδος, στον ίδ.
2. παραπλανώ, φενακίζω, εξαπατώ, σε Αισχύλ.
3. στην Κ.Δ. η φράση σαίνεσθαι ἐν ταῖς θλίψεσι, φαίνεται ότι σημαίνει συγκινούμαι, ταράζομαι, αναστατώνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

σαίνω: Ἐπικ. παρατ. σαῖνον Ὀδ. Κ. 219· ἀόρ. ἔσηνα Ρ. 302· Δωρικ. ἔσᾱνα Πινδ. Ο. 4. 7, Π. 1. 100. - Παθητ., Αἰσχύλ. Χο. 191. Κυρίως ἐπὶ κυνῶν, σείω τὴν οὐράν, κολακεύω, θωπεύω, ὅτ’ ἂν ἀμφὶ ἄνακτα κύνες ... σαίνωσιν Ὀδ. Κ. 217· νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας Π. 6· σαίνουσα δάκνεις καὶ κύων λαίθαργος εἶ Σοφ. ἀποσπ. 902· ἡ κύων ἔσηνε καὶ προσῆλθ’ Ἀπολλόδ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 1· - μετὰ προσδιορισμοῦ κατὰ δοτ., οὐρῇ μὲν ῥ’ ὅ γε ἔσηνε, ἐπὶ τοῦ κυνὸς Ἄργου, Ὀδ. Ρ. 302· οὐρῇ τε καὶ οὔασι σαίνειν Ἡσ. Θ. 771· ἔσαιν’ ἐπ’ οὐρὰν Σοφ. Ἀποσπ. 619 (ἔνθα προτείνουσι τὴν ἀνάγνωσιν: ἔσαινεν οὐράν -, ἥτις σύνταξις ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 704, Θεοκρ. 2. 109)· - παροιμ., σαίνουσα δάκνει Σοφ. Ἀποσπ. 902.
ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, φέρομαι θωπευτικῶς, περιποιοῦμαι, ὑδαρεῖ σ. φιλότητι Αἰσχύλ. Ἀγ. 798, πρβλ. Πέρσ. 97· ὡσαύτως, σ. πρός τινα Πινδ. Π. 2. 151· σ. ποτὶ ἀγγελίαν, δέχομαι αὐτὴν μετὰ χαρᾶς, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 4. 7.
ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπ., σαίνω πρός τινα, φέρομαι κολακευτικῶς πρός τινα, κέρκῳ τινὰ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1031, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 604· οὕτως ἐπὶ ἰχθύων, σαίνοντες οὐραίοισι τὴν κεκτημένην Σοφ. Ἀποσπ. 700. 2) θωπεύω, χαιρετίζω, τινὰ Πινδ. Π. 1. 100· σ. μόρον, φέρομαι κολακευτικῶς, προσπαθῶ νὰ ἀποφύγω τι, Αἰσχύλ. Θήβ. 383, 704· παιδός με σαίνει φθόγγος, μὲ χαιρετίζει, Σοφ. Ἀντ. 1214, Εὐρ. Ἴων 685· οὕτω, φαιδρὰ γοῦν ἀπ’ ὀμμάτων σαίνει με, μὲ χαιρετίζει, μὲ θαρρύνει διὰ τῆς φαιδρότητος τοῦ βλέμματός της, Σοφοκλ. Ο. Κ. 321· τὰ λεγόμενα ... σ. τὴν ψυχὴν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 3, 5· οὕτω, σ. τὴν ὑπόσχεσιν, λαμβάνω, δέχομαι αὐτὴν μετὰ σημείων χαρᾶς, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 20. - Παθ., σαίνομαι δ’ ὑπ’ ἐλπίδος Αἰσχύλ. Χο. 191. 3) ἐξαπατῶ, παραπλανῶ, αὐτόθι 420· ἡ δ’ ἄρ’ ἐν σκότῳ λαθοῦσα μ’ ἔσαιν’ Ἐρινὺς Σοφ. Ἀποσπ. 408· σ. μ’ ἔννυχος φρυκτωρία Εὐρ. Ρῆσ. 55. 4) ἐν τῇ πρὸς Θεσσ. Α΄ Ἐπιστ. γ΄, 3, σαίνεσθαι ἐν ταῖς θλίψεσι, φαίνεται ὅτι σημαίνει: σείεσθαι, ταράττεσθαι. - Καθ’ Ἡσύχ. «σαίνεται· κινεῖται, σαλεύεται, ταράττεται».

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to wag with the tail, to waggle, metaph. to blandish, to flatter (Od., Hes.).
Other forms: rare aor. ἔσηνα (e.g. ρ 302), ἔσανα (Pi. O. 4, 6, P. 1, 52).
Compounds: Also w. περι-, προσ- a.o. As 1. member in σαίνουροι καὶ σαινουρίδες οἱ τὰς οὑρὰς συνεχῶς κινοῦντες ἵπποι καὶ κύνες H.
Derivatives: σάννιον τὸ αἰδοῖον ἀντὶ τοῦ κέρκιον. τὸ γὰρ αἰδοῖον ἐσθ' ὅτε οὑρὰν ἔλεγον, ὡς Εὔπολις H., so prop. tail (-νν- hypocor. gemination); also σαν-νίων (Arr.), σάννας (Cratin.), σάννορος (Rhinth.) m. fool, σαννάδας τὰς ἀγρίας αἶγας H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. To be rejected Solmsen IF 30, 38 ff.: prop. denom. of an old word for penis, *σήν, gen. *σαν-ός, IE *tu̯ēn, gen. *tu̯n̥-ós [one would expects *tu̯nH-, as perhaps in the Lith. form] to Lith. tvìnstu, tvìnti swell out, of a river a.o.; n-enlargement of tēu̯-, tū- swell (WP. 1, 706ff., Pok. 1080ff.; not to σῶς). Here acc. to Solmsen also other words in σα-, e. g. Σάτυρος (s. v.).

Middle Liddell

I. of dogs, to wag the tail, fawn, Od.; οὐρῆι ἔσηνε, of the dog Argus, Od.
II. metaph. to fawn, cringe, Pind., Aesch.
III. c. acc. pers. to fawn upon, Ar.: to pay court to, greet, Pind., Soph.; σα. μόρον to deprecate, shrink from death, Aesch.:—Pass., σαίνομαι ὑπ' ἐλπίδος Aesch.
2. to beguile, cozen, deceive, Aesch.
3. in NTest., σαίνεσθαι ἐν ταῖς θλίψεσι seems to mean to be moved, disturbed.

Frisk Etymology German

σαίνω: (seit Od., Hes.),
{saínō}
Forms: selten Aor. ἔσηνα (z.B. ρ 302), ἔσανα (Pi. O. 4, 6, P. 1, 52),
Grammar: v.
Meaning: mit dem Schwanz wedeln, schwänzeln, übertr. liebkosen, schmeicheln.
Composita: auch m. περι-, προσ- u.a. Als Vorderglied in σαίνουροι καὶ σαινουρίδες· οἱ τὰς οὐρὰς συνεχῶς κινοῦντες ἵπποι καὶ κύνες H.
Derivative: Dazu σάννιον· τὸ αἰδοῖον ἀντὶ τοῦ κέρκιον. τὸ γὰρ αἰδοῖον ἐσθ’ ὅτε οὐρὰν ἔλεγον, ὡς Εὔπολις H., somit eig. Schwanz (-νν- hypokor. Gemination); auch σαννίων (Arr.), σάννας (Kratin.), σάννορος (Rhinth.) m. Tor, Narr, σαννάδας· τὰς ἀγρίας αἶγας H.
Etymology: Unerklärt. Abzulehnen Solmsen IF 30, 38 ff.: eig. Denom. von einem alten Wort für penis, *σήν, Gen. *σανός, idg. *tu̯ēn, Gen. *tu̯n̥-ós, zu lit. tvìnstu, tvìnti anschwellen, vom Fluß u.a.; n-Erweiterung von tēu̯-, tū̆- schwellen (WP. 1, 706ff., Pok. 1080ff.; s. σῶς). Hierher nach Solmsen auch andere Wörter auf σα-, z. B. Σάτυρος (s. d.).
Page 2,671

Chinese

原文音譯:sa⋯nw 賽挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:搖擺
字義溯源:搖擺,移動,亂動,搖動,抖動;源自(σείω)*=搖動)
出現次數:總共(1);帖前(1)
譯字彙編
1) 搖動(1) 帖前3:3

Mantoulidis Etymological

(=κουνῶ τήν οὐρά, κολακεύω). Συγγενικό μέ τά σείω, σαίρω. Θέμα σαν + j + ω → σαίνω.
Παράγωγα: σαινίδωρος (=αὐτός πού κολακεύει μέ δῶρα), σαινολόγος (=αὐτός πού κολακεύει μέ λόγια), σαίνουρος, σαινουρίς.

Spanish

alborozar

Translations

gladden

Azerbaijani: sevindirmək; Bulgarian: радвам, развеселявам; Chinese Mandarin: 使高興/使高兴, 使喜悅/使喜悦, 使喜悦; Finnish: ilahduttaa; French: réjouir; German: freuen, erfreuen; Greek: χαροποιώ, ευφραίνω; Ancient Greek: εὐφραίνω, ἐϋφραίνω, ἱλαροποιέω, ἱλαροποιῶ, ἱλαρόω, ἱλαρῶ, καθιλαρύνω, σαίνω, τέρπω; Ido: joyigar; Italian: rallegrare; Japanese: 喜ばせる, 楽しませる; Latin: hilaro, laetifico; Maori: whakahari; Romanian: bucura, îmbucura; Russian: радовать, обрадовать, веселить, развеселить; Sanskrit: प्रीणाति; Serbo-Croatian: razvesèliti, развесѐлити; Spanish: alborozar; Swedish: glädja