τό,
A v. σίδηρος.
[Seite 879] τό, seltenere Form für σίδηρος; Her. 7, 65, wo jedoch die Lesart schwankt; plur. bei Sp.
σίδηρον: τό, ἴδε σίδηρος.
τὸ, Αβλ. σίδηρος.
σίδηρον: (ῐ) τό Her. = σίδηρος.