σιλφιωτός

Revision as of 03:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ή, όν,

   A prepared with silphium, Ar.Fr.130.

German (Pape)

[Seite 882] mit Silphion bereitet, Ar. bei Poll. 6, 69.

Greek (Liddell-Scott)

σιλφιωτός: -ή, -όν, ὁ διὰ σιλφίου παρασκευασμένος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 180.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σιλφιῶ
καρυκευμένος με σίλφιο.

Russian (Dvoretsky)

σιλφιωτός: приправленный сильфием Arph.