σιταρκία
English (LSJ)
A v. σιταρχία.
German (Pape)
[Seite 884] ἡ, hinreichender Proviant; τρίμηνος, Arist. oec. 2, 24. 30. 40, immer mit der v. l. σιταρχία, die Bekker an den letzten Stellen aufgenommen hat; eben so bei Pol.
Greek (Liddell-Scott)
σῑταρκία: ἡ, ἐπαρκεῖς ζωοτροφίαι, τροφαί, τριμήνου σ. Ἀριστ. Οἰκ. 2. 24, 2· καὶ αὐτὸς ὁ τύπος δέον πιθανῶς νὰ ἀποκατασταθῇ ἐν 2. 29., 2. 30· ἂν καὶ τὸ κῦρος τοῦ Ἀντιγράφου εἶναι ὑπὲρ τῆς γραφῆς σιταρχία· ὑπάρχει ἡ αὐτὴ ἀβεβαιότης ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Πολυβ. π.χ. 1. 52. 5., 1. 70, 3, κτλ.
Greek Monolingual
ἡ, Μ
βλ. σιταρχία.
Russian (Dvoretsky)
σῑταρκία: ἡ снабжение хлебом, доставка продовольствия Arst., Polyb.